Το 2025 αποδείχθηκε ένα κρίσιμο, πολυσυζητημένο και καθοριστικό έτος για το Πανελλήνιο Σοσιαλιστικό Κίνημα. Ένα έτος που σημαδεύτηκε τόσο από ελπίδα ανασυγκρότησης και επαναπροσέγγισης του εκλογικού σώματος, όσο και από σημαντικές εσωτερικές προκλήσεις και εξωτερικές πιέσεις που δοκίμασαν την τακτική και την ταυτότητα του κόμματος υπό την ηγεσία του Νίκου Ανδρούλακη.

Το 2025 ήταν μια γεμάτη χρονιά με ισχυρές αντιθέσεις, πολιτικές προκλήσεις και έναν αγώνα για επαναπροσδιορισμό. Σε ένα πολιτικό τοπίο που χαρακτηρίζεται από την απόλυτη ρευστότητα το ΠΑΣΟΚ κατάφερε -έστω και δια της τεθλασμένης-με την κατάρρευση του ΣΥΡΙΖΑ να αναρριχηθεί στο βάθρο της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Έκτοτε βρίσκεται σε έναν διαρκή αγώνα για να πείσει ότι αποτελεί τον εναλλακτικό πόλο διακυβέρνησης για τη χώρα. Ο μεγάλος αντίπαλος του ΠΑΣΟΚ σε αυτή τη μάχη είναι το είδωλό του στον καθρέφτη.
Η χρονιά ξεκίνησε με αφετηρία το ποσοστό των ευρωεκλογών, την κατάκτηση του μεγαλύτερου Δήμου της χώρας και την ανανεωμένη θητεία του Νίκου Ανδρουλάκη. Ως τρίτο κόμμα αν και με βελτιωμένα ποσοστά σε σχέση με τις εθνικές εκλογές του 2023, βρέθηκε σε μια περίπλοκη θέση καθώς από τη μια πλευρά αναγνωρίζεται η πρόοδος από την άλλη όμως έπρεπε να αντιμετωπιστεί η απόσταση με τη ΝΔ και το ΣΥΡΙΖΑ.
Ο… από μηχανής ΣΥΡΙΖΑ
Η λύση δόθηκε από την ίδια την ζωή καθώς ο ΣΥΡΙΖΑ κατέρρευσε και το ΠΑΣΟΚ βρέθηκε στη δεύτερη θέση . Όλο το 2025, η πολιτική στρατηγική επικεντρώθηκε στην «κατασκευή» μιας ξεκάθαρης προοπτικής για τις επόμενες εθνικές εκλογές. Η κύρια πρόκληση ήταν να διαφοροποιηθεί τόσο από το “συντηρητικό” πρόγραμμα της κυβέρνησης, όσο και από τα υπόλοιπα κόμματα του προοδευτικού τόξου έτσι ώστε να προσφέρουν μια «αξιόπιστη εναλλακτική πρόταση διακυβέρνησης» που στοχεύει στον φιλελεύθερο και κεντροαριστερό εκλογικό χώρο.

Από τα γεγονότα που σημάδεψαν τη χρονιά ήταν η συνεχιζόμενη και εσωτερική συζήτηση για τη στάση απέναντι στον ΣΥΡΙΖΑ η οποία έγινε εντονότερη στην εκπνοή του έτους άμα την επανεμφάνιση του Αλέξη Τσίπρα. Ενώ η επίσημη γραμμή του κόμματος υπό τον Νίκο Ανδρουλάκη επέμενε στην αυτόνομη πορεία και στην προσπάθεια να «ξανακερδίσει» ψήφους από τον αριστερό χώρο, “ηχηρές φωνές” από το εσωτερικό του κόμματος εξέφραζαν δημοσίως ανοιχτά την επιθυμία για την ανάγκη ενός δημιουργικού και εν τέλει πρακτικού διαλόγου.
Αυτή η εσωτερική «διάσταση» δημιούργησε πολιτικές εντάσεις και κατέστη σαφές ότι η στρατηγική για τις συμμαχίες του 2027 θα είναι το κύριο εσωτερικό ζήτημα του κόμματος . Σε μια προσπάθεια να μπει ένα φρένο σε αυτή τη δημόσια συζήτηση, διευκρινίστηκε πως άλλο πράγμα ο διάλογος για κοινές πρωτοβουλίες και άλλο οι εκλογικές ή μετεκλογικές συνεργασίες οι οποίες εάν και εφόσον προκύψουν θα είναι προγραμματικές. Παράλληλα, το κόμμα επένδυσε στην ανανέωση του μηνύματος του, με την συμμετοχή νέων προσώπων που το εκπροσωπούν στα ΜΜΕ σε μια προσπάθεια ανανέωσης της επικοινωνίας.
Πολλές «θολές» μάχες στη Βουλή
Κατά τη διάρκεια της χρονιάς το ΠΑΣΟΚ βρέθηκε στο επίκεντρο πολλών κρίσιμων κοινοβουλευτικών αντιπαραθέσεων. Στο ζήτημα των ιδιωτικών πανεπιστημίων, διατήρησε μια κριτική στάση, τονίζοντας τους κινδύνους για τα δημόσια ΑΕΙ και την κοινωνική ανισότητα, αλλά προσπαθώντας να μην ταυτιστεί με τον πιο ακραίο αντι-ιδιωτικό λόγο. Στα οικονομικά, άσκησε κριτική στη φορολογική πολιτική της κυβέρνησης, προτείνοντας δικλείδες ασφαλείας για τους χαμηλόμισθους και τη μεσαία τάξη, και επέμεινε στην ανάγκη για μεγαλύτερες κοινωνικές δαπάνες, χωρίς ωστόσο να αμφισβητεί τα θεμελιώδη οικονομικά δεδομένα.
Η διαχείριση των φυσικών καταστροφών (πυρκαγιές, πλημμύρες) και το αγροτικό ζήτημα ήταν ένας άλλος τομέας όπου το ΠΑΣΟΚ, χρησιμοποιώντας την εκτεταμένη τοπική του παρουσία, επέκρινε δριμύτατα τις ελλείψεις σε προληπτικά μέτρα και συναγερμούς, τοποθετώντας το ζήτημα της κλιματικής αλλαγής και της αποτελεσματικότητας του κράτους στο κέντρο της πολιτικής του ατζέντας. Οι μάχες αυτές όμως σε ορισμένες περιπτώσεις είχαν και “βαρύ εσωκομματικό κόστος” καθώς οι δημόσιες διαφοροποιήσεις θόλωναν” την μεγάλη εικόνα.
Ορόσημο για αυτή τη πορεία αποτελεί το Πρόγραμμα που παρουσιάστηκε στην ΔΕΘ που σύμφωνα με την ηγεσία του Κινήματος μπορεί να αποτελέσει το κλειδί για την νίκη. Το 2025 δεν ήταν απλώς ένα ακόμη έτος που προστέθηκε στη πορεία ανάκαμψης του ΠΑΣΟΚ. Ήταν ένα εργαστήριο πολιτικής επανεξέτασης, όπου το κόμμα βρέθηκε αντιμέτωπο με τα θεμελιώδη διλήμματα της σύγχρονης κεντροαριστεράς σε μια Ευρώπη που αντιμετωπίζει πολλαπλές κρίσεις.
Νομοτελειακά η ανάλυση της πορείας του ΠΑΣΟΚ στη χρονιά που μας αφήνει απαιτεί να εμβαθύνουμε σε τρία διακριτά αλλά αλληλένδετα επίπεδα: την τακτική τοποθέτηση, την εσωτερική δυναμική και την αναζήτηση μιας ανανεωμένης ιδεολογικής αφήγησης.
Σε δύο βάρκες
Ο Νίκος Ανδρούλακης επιχείρησε μια περίπλοκη και συχνά τακτική υψηλού ρίσκου, που μπορεί να χαρακτηριστεί ως «διαφοροποιημένη ισορροπία». Από τη μία πλευρά, ενισχύθηκε η ρητορική της «αυτόνομης πορείας» και της «κεντρικής κατεύθυνσης», με στόχο να αποστασιοποιηθεί τόσο από τον «αριστερό λαϊκισμό» (περικόπτωντας έτσι το περιθώριο του ΣΥΡΙΖΑ) όσο και από τον «νεοφιλελευθερισμό της ΝΔ». Από την άλλη, σε κρίσιμα νομοσχέδια, το κόμμα συχνά κατέληγε σε πρακτικές συμφωνίες με τη κυβέρνηση, ειδικά σε θέματα ευρωπαϊκής πολιτικής και εθνικής ασφάλειας, επιζητώντας να προβάλει ένα προφίλ υπευθυνότητας και κυβερνητικής ικανότητας.
Το μεγάλο ερώτημα που προέκυψε το 2025 ήταν: μπορεί αυτή η ισορροπία να είναι πολιτικά παραγωγική; Οι επικριτές (τόσο εσωτερικοί όσο και εξωτερικοί) υποστήριζαν ότι αυτή η τακτική οδηγούσε σε «θόλωμα της ταυτότητας», καθιστώντας δύσκολο για τον μέσο ψηφοφόρο να καταλάβει τι ακριβώς αντιπροσωπεύει το σημερινό ΠΑΣΟΚ. Οι υποστηρικτές αυτής της στρατηγικής , την παρουσίαζαν ως ρεαλιστική και αναγκαία για την επαναφορά του κόμματος στο κυβερνητικό παιχνίδι. Η συνεχής συζήτηση γύρω από το Σύνταγμα και την ανάγκη για ευρύτερες συμφωνίες πάνω σε θεσμικά ζητήματα τροφοδοτούσε αυτή τη ρητορική.
Πιο ενδιαφέρον από τις επίσημες τοποθετήσεις ήταν η έντονη εσωτερική ζύμωση. Παρά την επικαιροποιημένη νίκη του Νίκου Ανδρούλακη στις εσωκομματικές εκλογές, μια “πτέρυγα” του Κινήματος, μετά από ένα εύλογο χρονικό διάστημα όπου το κόμμα έδειχνε την απόλυτη δημοσκοπική στασιμότητα ενώ κάποια στιγμή “απειλήθηκε ανοιχτά και από την Πλεύση Ελευθερίας, άσκησε σταθερή, δημοσιοποιημένη πίεση για μια πιο ανοιχτή και δημιουργική στάση απέναντι στον ΣΥΡΙΖΑ. Αυτή η «πτέρυγα του διαλόγου» δεν προέβαλε απαραίτητα αμφισβήτηση της ηγεσίας, αλλά υποστήριζε ότι μια αποκλειστική στρατηγική αυτοδυναμίας είναι ανέφικτη και ότι το κόμμα πρέπει να αρχίσει να σκέφτεται μετα-εκλογικές συμμαχίες για να αποκλείσει τη Νέα Δημοκρατία.
Αυτή η εσωτερική διάσταση δημιουργούσε ένα συνεχές υπόβαθρο τριβών. Κάθε φορά που το ΠΑΣΟΚ ψήφιζε μαζί με τη ΝΔ (π.χ., σε κάποια μέτρα οικονομικής πολιτικής ή σε θέματα εξωτερικής πολιτικής), η πτέρυγα αυτή αντιδρούσε δυνατά. Αντίθετα, όταν το κόμμα πήγαινε σε απόλυτη αντιπολίτευση, οι πιο μετριοπαθείς φωνές φοβόντουσαν ότι θα χαθεί το προφίλ της κεντρώας δύναμης. Αυτή η δυάδα δυνάμεων κρατούσε το κόμμα σε μια συνεχή κατάσταση «διαχειριζόμενης εσωτερικής έντασης», η οποία, αν και δύσκολη, του επέτρεπε να μην χάσει επαφή με διαφορετικές τάσεις μέσα στο κεντροαριστερό χώρο.
Το παράδοξο δε, ήταν όταν έφτιαξαν κοινό κοινοβουλευτικό μέτωπο με το κόμμα της Ζωής Κωνσταντοπούλου για την Προανακριτική για τη τραγωδία των Τεμπών κάτι που είχε ως αποτέλεσμα αφενός η Πλεύση να δει τα ποσοστά της να εκτοξεύονται αφετέρου η ηγεσία του ΠΑΣΟΚ να δέχεται ηχηρή εσωκομματική κριτική.

Πέρα από τις τακτικές και τις εσωτερικές συγκρούσεις, το 2025 ήταν και το έτος που το ΠΑΣΟΚ προσπάθησε να χτίσει μια νέα ιδεολογική αφήγηση που βασίστηκε σε πυλώνες όπως το Ψηφιακό Κοινωνικό Κράτος, η Κλιματική Δικαιοσύνη: Απομακρυνόμενο τόσο από την κλιματική αρνητικότητα όσο και από απλουστευμένες «πράσινες» λύσεις, επέμεινε στο ότι η οικολογική μετάβαση πρέπει να χρηματοδοτείται από τους ισχυρούς και να συνοδεύεται από μέτρα στήριξης για τα ευάλωτα νοικοκυριά και τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις. Η διαχείριση των φυσικών καταστροφών ήταν το πρακτικό πεδίο εφαρμογής αυτής της πολιτικής και η Ευρωπαϊκή Ανασυγκρότηση.

Στο τέλος του 2025, το ΠΑΣΟΚ βρέθηκε σε μια πιο οργανωμένη, αλλά εξίσου περίπλοκη, θέση από αυτήν στην αρχή του έτους. Δεν υπήρξε «μεγάλη έκρηξη» ή δραματική ανατροπή. Αντίθετα, υπήρξε μια σταθερή, βαθιά και συχνά επίπονη διαδικασία ωρίμανσης.
Το κόμμα-αν και ουδείς το παραδέχεται δημοσίως – φαίνεται να αποδέχεται ότι η εποχή των μεγάλων, αυτοδύναμων λαϊκών κομμάτων των περασμένων δκεαετιών έχει περάσει. Στη θέση της, χτίζει την ταυτότητα ενός «καθοριστικού κεντροαριστερού πόλου». Κάτι που σημαίνει πως αν δεν επιτευχθεί ο στόχος της νίκης στις εκλογές -που με τα σημερινά δεδομένα είναι άπιαστος- να είναι το κόμμα που θα καθορίσει τις εξελίξεις ως ο αναγκαίος και αξιόπιστος εταίρος για μια προοδευτική κυβερνητική συνεργασία, θέτοντας τις δικές του πολιτικές προτεραιότητες ως προϋποθέσεις.












