Το αμερικανικό Κογκρέσο ενέκρινε την Τετάρτη (17/12) την οριστική άρση των κυρώσεων που είχαν επιβληθεί από τις Ηνωμένες Πολιτείες στη Συρία κατά την περίοδο της προεδρίας του Μπασάρ αλ Άσαντ, επιτρέποντας εκ νέου αμερικανικές επενδύσεις στη χώρα, η οποία έχει υποστεί τεράστιες καταστροφές έπειτα από σχεδόν μιάμιση δεκαετία εμφυλίου πολέμου.
Η κατάργηση του λεγόμενου νόμου Caesar, που είχε υιοθετηθεί το 2019 κατά την πρώτη θητεία του Ντόναλντ Τραμπ και προέβλεπε σκληρές κυρώσεις εις βάρος της Δαμασκού, περιλήφθηκε στο νομοσχέδιο για την Εθνική Στρατηγική Άμυνας (NDAA). Το κείμενο εγκρίθηκε από τη Γερουσία με 77 ψήφους υπέρ και 20 κατά, ενώ είχε ήδη υπερψηφιστεί από τη Βουλή των Αντιπροσώπων την προηγούμενη εβδομάδα. Πλέον απομένει μόνο η επικύρωσή του από τον Αμερικανό πρόεδρο.
Η κυβέρνηση Τραμπ είχε ταχθεί εξαρχής υπέρ της ακύρωσης του νόμου, η εφαρμογή του οποίου είχε ήδη ανασταλεί δύο φορές για διάστημα έξι μηνών, μετά την ανακοίνωση του προέδρου τον Μάιο για την άρση των κυρώσεων στο πλαίσιο της εξομάλυνσης των σχέσεων Ουάσιγκτον–Δαμασκού.
Την απόφαση της Γερουσίας χαιρέτισε μέσω ανάρτησης στην πλατφόρμα X ο επικεφαλής της συριακής διπλωματίας, Άσαντ ας Σιμπάνι, σημειώνοντας ότι «ανοίγει νέους ορίζοντες για τη συνεργασία και την εταιρική σχέση της Συρίας με τον υπόλοιπο κόσμο».
Ο νόμος Caesar είχε αποκλείσει τη Συρία από το διεθνές τραπεζικό σύστημα και είχε απαγορεύσει τις συναλλαγές σε αμερικανικά δολάρια, αποτρέποντας ουσιαστικά κάθε σοβαρή οικονομική δραστηριότητα. Παρότι η εφαρμογή του είχε ανασταλεί, Αμερικανοί αξιωματούχοι προειδοποιούσαν ότι η διατήρησή του θα υπονόμευε την εμπιστοσύνη των επενδυτών.
Υπενθυμίζεται ότι στις 10 Νοεμβρίου ο de facto ηγέτης της Συρίας, Άχμαντ αλ Σάρα, συναντήθηκε στον Λευκό Οίκο με τον Ντόναλντ Τραμπ, σε μια ιστορική επίσκεψη – την πρώτη Σύρου ηγέτη στην αμερικανική προεδρία από την ανεξαρτησία της χώρας το 1946. Η συνάντηση θεωρήθηκε ορόσημο για την έξοδο της Δαμασκού από τη διεθνή απομόνωση.
Μετά από 13 χρόνια πολέμου, το νέο καθεστώς στη Συρία αναζητεί κεφάλαια για την ανοικοδόμηση της χώρας, το κόστος της οποίας, σύμφωνα με την Παγκόσμια Τράπεζα, ενδέχεται να ξεπεράσει τα 216 δισ. δολάρια.
«Η ακύρωση του νόμου αποτελεί αποφασιστικό βήμα ώστε ο συριακός λαός να αποκτήσει μια πραγματική ευκαιρία ανοικοδόμησης μετά από δεκαετίες αδιανόητων δεινών», δήλωσε η Δημοκρατική γερουσιάστρια Τζιν Σαχίν.












