Εβδομήντα χρόνια από την πρώτη προβολή της αγαπημένης κλασικής ταινίας
Μία από τις καλύτερες ταινίες του παλιού ελληνικού σινεμά, η «Λατέρνα Φτώχεια και Φιλότιμο», παραμένει έως και σήμερα μία από τις πιο αγαπημένες του ελληνικού κοινού, καθώς συνδυάζει πετυχημένα τα βάσανα δυο απλών φτωχών ανθρώπων, με το ρομάντζο μιας πλούσιας κοπέλας με έναν αδημιούργητο νέο και τις περιπέτειές τους στον δρόμο προς ένα φανταστικό χωριό στα περίχωρα της Αθήνας.
Η ταινία του Αλέκου Σακελλάριου, με τους λαμπρούς αξέχαστους πρωταγωνιστές, γυρισμένη σε ασπρόμαυρο, είχε την τύχη να διαθέτει ένα ιδιαιτέρως καλογραμμένο σενάριο, για την εποχή, από τον ίδιο τον σκηνοθέτη, τους καλύτερους συντελεστές και βεβαίως όλη τη φροντίδα του Φιλοποιμένα Φίνου, που ο ίδιος είχε αναλάβει την παραγωγή.
Εδώ και δεκαετίες, το φιλμ προβάλλεται συχνά πυκνά από τα τηλεοπτικά κανάλια και πολλές φορές είναι ο λόγος να συγκεντρωθεί όλη η οικογένεια στο σαλόνι ή γύρω από το τραπέζι, με τους απαράμιλλους διαλόγους της, τις ερμηνείες και τη γοητευτικότατη νοσταλγία της, για μια Ελλάδα που πλέον έχει χαθεί.
![]()
Συμπληρώνοντας 70 χρόνια από την πρεμιέρα της, η ταινία, με ήρωες τους δυο πλανόδιους λατερνατζήδες, είχε, όπως σημειώνει αφιέρωμα του ΑΠΕ-ΜΠΕ και ένα αρκούντως ενδιαφέρον παρασκήνιο μέχρι να βγει στους κινηματογράφους της Αθήνας το 1955, στους οποίους κατάφερε να κόψει πάνω από 126.000 εισιτήρια και να καταταγεί δεύτερη σε εισπράξεις εκείνη τη χρονιά, πίσω από την αθάνατη «Στέλλα» του Μιχάλη Κακογιάννη, με τη θρυλική Μελίνα Μερκούρη. Και όσοι βιαστούν να σκεφτούν ότι τα εισιτήρια ήταν λίγα, θα πρέπει να μάθουν ότι, εν αντιθέσει με τις τελευταίες δεκαετίες, τότε στην Α’ Προβολή μετρούσαν μόνο τα εισιτήρια σε Αθήνα – Πειραιά και σε όλη την υπόλοιπη Ελλάδα, όπου γινόταν χαμός με τις ελληνικές ταινίες, ήταν σε Β’ Προβολή.
Η διαμάχη Σακελλάριου-Τζαβέλλα
Όλα ξεκίνησαν από μία παρεξήγηση ανάμεσα στους καλύτερους σκηνοθέτες της εποχής, που διέθετε η Φίνος Φιλμ, τον Γιώργο Τζαβέλλα και τον Αλέκο Σακελάριο. Οι δυο τους είχαν διαμάχη για την πατρότητα της ιδέας, με δυο λατερνατζήδες, αλλά τελικά ο Φίνος θα εγκρίνει το σενάριο του Σακελλάριου, ενώ θα δηλώσει ότι οι δυο ταινίες είχαν διαφορετική υπόθεση, για να λυθεί η παρεξήγηση.
Η Ρομβία και το αρχικό όχι στον Αυλωνίτη
Μάλιστα, ο αρχικός τίτλος ήταν «Ρομβία, Φτώχεια και Όνειρα», που εγκαταλείφθηκε από τον σκηνοθέτη-σεναριογράφο Σακελλάριο, που από την αρχή ήθελε για πρωταγωνιστές τους Μίμη Φωτόπουλο, Βασίλη Αυλωνίτη και Τζένη Καρέζη. Εδώ, ξεκινάει και η δεύτερη περιπέτεια για τον Σακελλάριο, καθώς ο Φίνος, εκτός από τον Φωτόπουλο, τον πιο εμπορικό ηθοποιό της εποχής και ο πρώτος που υπέγραψε με την Φίνος Φιλμ συμβόλαιο συνεργασίας, δεν συμφωνούσε για τον Αυλωνίτη και την Καρέζη.

Για τον πρώτο, είχε ένα δίκιο, καθώς ο Αυλωνίτης είχε το κακό συνήθειο να παίζει, όπου έπαιρνε ένα καλό μεροκάματο, πολλές φορές σε δεύτερης διαλογής ταινίες. Παρότι πηγαίο ταλέντο, ο μεγάλος κωμικός μας, σπανίως ξέφευγε από τις μανιέρες του, ενώ γενικότερα ταλαιπωρήθηκε και από τους σκηνοθέτες, που του έβαζαν λόγια αχρείαστα στους ρόλους του και επέμεναν να παίζει μονίμως τον ίδιο σχεδόν χαρακτήρα.
Ο στραβισμός της Τζένης και ο Αλεξανδράκης
Επίσης, διαφωνούσε με την Τζένη Καρέζη, η οποία θα έκανε το ντεμπούτο της στην ταινία και όχι γιατί ήταν άπειρη, αλλά γιατί θεωρούσε ότι είχε στραβισμό, κάτι που θα φαινόταν στη μεγάλη οθόνη, όπως έλεγε. Προφανώς εδώ είχε άδικο, άλλος ήταν ο λόγος της άρνησής του, που δεν μάθαμε ποτέ, αλλά ευτυχώς θα περάσει του Σακελλάριου και η πανέμορφη ενζενί θα πάρει τον ρόλο.

Αξίζει δε να αναφερθεί ότι απαίτησε να παίξει ο νεαρός ζεν πρεμιέ Αλέκος Αλεξανδράκης τον ρόλο του αγαπημένου της – κάτι που φυσικά δεν χάλασε τον Σακελλάριο – αν και ο Φίνος τον ήθελε πάνω από το όνομα του Αυλωνίτη και δίνοντάς του αμοιβή πρωταγωνιστή, παρότι εμφανίζεται μόλις λίγα λεπτά. Προφανώς, ο Φίνος, ήθελε πάση θυσία τον ηθοποιό, που έπαιζε και στην «Στέλλα», εκείνη τη χρονιά.
Ο Παυλάρας και ο Πετράκης
Το στόρι, λίγο και μάλλον πολύ γνωστό, θέλει δυο φίλους πλανόδιους λατερνατζήδες, τον Παυλάρα (Αυλωνίτης) και τον Πετράκη (Φωτόπουλος), που βλέπουν να περνάει η μπογιά της λατέρνας, λόγω των γραμμοφώνων και των ραδιοφώνων, αλλά και της αλλαγής των εποχών, να αναγκάζονται να πάνε με τα πόδια σε ένα πανηγύρι έξω από την Αθήνα, στην Πλατανιώτισσα. Στο δρόμο τους θα συναντήσουν μία νεαρή κοπέλα, την Καίτη (Καρέζη), που το έχει σκάσει από το σπίτι της, επειδή ο πατέρας της δεν ακούει κουβέντα για τον έρωτά της και θέλει να την παντρέψει με έναν πλούσιο.
Απλότητα, δυνατοί διάλογοι και χημεία
Το φιλμ, παρά τις μικρές αδυναμίες του, δένει ταιριαστά τη ζωή δυο απλών φτωχών ανθρώπων, με μεγάλη καρδιά, με τον ρομαντισμό και την κωμωδία, διαθέτει δυνατούς διαλόγους, απίστευτες ατάκες και ικανοποιητικούς ρυθμούς, αναδεικνύει την αυθεντικότητα της εποχής και την απλότητα των ανθρώπων, τις στεναχώριες και τις χαρές τους, στην ταπεινή καθημερινότητά τους, ενώ οι τρεις πρωταγωνιστές αναπτύσσουν εξαιρετική χημεία μεταξύ τους. Άλλωστε, είναι και μια ταινία χαρακτήρων, που υπηρετούν άριστα οι πρωταγωνιστές, αλλά και οι δεύτεροι ρόλοι, ο Νίκος Φέρμας ως φίλος που τους προτείνει να πάνε στο πανηγύρι, ο Δημήτρης Βουδούρης ως βιολιστής και βεβαίως ο Χρήστος Τσαγανέας ως πατέρας της Καίτης και σκληρός επιχειρηματίας.
Αξέχαστες ερμηνείες
Αν για τον Μίμη Φωτόπουλο, σταθερή αξία και πάντα αξιόπιστος, μετρημένος και ιδιαιτέρως προσαρμοστικός στον χαρακτήρα που υποδύεται, είναι ακόμη ένας εξαιρετικός ρόλος που προστίθεται στη μακρά σταδιοδρομία του, για τον Βασίλη Αυλωνίτη είναι ένας πραγματικός θρίαμβος.
![]()
Εγκαταλείποντας, εν πολλοίς, τις μανιέρες του, τις υπερβολές του και πιάνοντας το σφιγμό του χαρακτήρα που υποδύεται, θα κάνει την καλύτερη πρωταγωνιστική του ερμηνεία στον κινηματογράφο, διαψεύδοντας παταγωδώς τον Φίνο. Απ’ την άλλη, η Καρέζη, είναι ιδανική ενζενί, πανέμορφη και με μια πολύτιμη φρεσκάδα για τον ελληνικό κινηματογράφο, ενώ ο Αλεξανδράκης δικαιώνει την ύπαρξή του ακόμη και ως φωτογραφία πάνω στη λατέρνα…
Τα ατού και τα τραγούδια του Χατζιδάκι
Στα ατού της ταινίας και ο Αριστείδης Καρύδης – Φουκς, με την υπέροχη και έμπλεη συναισθημάτων φωτογραφία του, ο Ντίνος Κατσουρίδης, ο άνθρωπος πολυεργαλείο του ελληνικού σινεμά, μοντάρει άψογα, ενώ ο Μάνος Χατζιδάκις υπογράφει τη μουσική και συνθέτει τρία αθάνατα τραγούδια («Είμαι άντρας», «Γαρούφαλο στ’ αυτί» και «Το φιλί σου είναι μέλι»), με τα πρώτα δύο να γίνονται τεράστιες επιτυχίες.
Ανθρωπιά και Φιλότιμο
Οι δεκαετίες πέρασαν, με την «Λατέρνα, Φτώχεια και Φιλότιμο», που απέκτησε και σίκουελ, το πρώτο στην εγχώρια παραγωγή, μετά από δυο χρόνια, με το επίσης έξοχο φιλμ «Λατέρνα, Φτώχεια και Γαρύφαλλο», να παραμένει σημείο αναφοράς για το ελληνικό σινεμά, που μέσα από την απλότητά της, κατάφερε να διατηρεί στη μνήμη μας την ξακουστή ανθρωπιά και το μοναδικό φιλότιμο των Ελλήνων.












