Η κυβέρνηση Μητσοτάκη επιχειρεί μια θεσμική τομή στην αγορά εργασίας, παρουσιάζοντας την Κοινωνική Συμφωνία για τις Συλλογικές Συμβάσεις Εργασίας (ΣΣΕ) ως την πρώτη συνολική απάντηση στην κληρονομιά των μνημονίων.
του Χρήστου Μυτιλινιού
Για πρώτη φορά, μια τέτοια συμφωνία φέρει την υπογραφή όλων των Εθνικών Κοινωνικών Εταίρων και της Πολιτείας, κάτι που αναδεικνύεται ως ισχυρό μήνυμα θεσμικής σταθερότητας αλλά και ως σαφής επιλογή μιας κεντροδεξιάς κυβέρνησης να ενισχύσει τις συλλογικές ρυθμίσεις στην αγορά εργασίας.
Στον πυρήνα της Κοινωνικής Συμφωνίας βρίσκονται τρία στοιχεία: περισσότερες ΣΣΕ, πλήρης προστασία των εργαζομένων μετά τη λήξη τους και ένα σταθερό, προβλέψιμο πλαίσιο για τις επιχειρήσεις. Με απλά λόγια, η κυβέρνηση θέλει να δείξει ότι οι μισθοί, οι όροι εργασίας και η διαπραγμάτευση δεν θα θυμίζουν πλέον τη «γκρίζα ζώνη» της μνημονιακής περιόδου.
Ιστορική Κοινωνική Συμφωνία με την υπογραφή όλων
Κεντρικό πολιτικό επιχείρημα του Μεγάρου Μαξίμου είναι ότι η Συμφωνία «συμβαίνει για πρώτη φορά στην Ελλάδα» και μάλιστα «από κεντροδεξιά κυβέρνηση». Αυτό που μέχρι χθες θεωρούνταν προνομιακό πεδίο της κεντροαριστεράς, σήμερα παρουσιάζεται ως ώριμη θεσμική επιλογή από μια κυβέρνηση που επενδύει στη συνεργασία με τους κοινωνικούς εταίρους και όχι στην αντιπαράθεση.
Η Συμφωνία θέτει κανόνες στην αγορά, δίνει ασφάλεια στον εργαζόμενο και σταθερότητα στον εργοδότη, ενώ –όπως υπογραμμίζεται– υπερβαίνει τους τελευταίους μνημονιακούς περιορισμούς που παρέμεναν ενεργοί στο πεδίο των συλλογικών ρυθμίσεων. Το γεγονός ότι υπογράφεται από το σύνολο των Εθνικών Κοινωνικών Εταίρων και την Πολιτεία ενισχύει το επιχείρημα της κυβέρνησης ότι πρόκειται για ένα νέο κοινωνικό συμβόλαιο και όχι απλώς για μια τεχνική νομοθετική παρέμβαση.
Περισσότερες ΣΣΕ, με ευκολότερη κάλυψη και πραγματική επέκταση
Πρώτο πρακτικό αποτέλεσμα της Συμφωνίας είναι ότι ανοίγει ο δρόμος για περισσότερες Συλλογικές Συμβάσεις Εργασίας. Το απαιτούμενο ποσοστό κάλυψης για να μπορεί μια ΣΣΕ να επεκταθεί μειώνεται από 50% σε 40%, κάνοντας ευκολότερο το να «αγκαλιάζει» περισσότερους εργαζόμενους.
Ακόμη πιο κρίσιμο είναι ότι δημιουργείται νέα δυνατότητα επέκτασης των ΣΣΕ όταν αυτές συνυπογράφονται από Εθνικούς Κοινωνικούς Εταίρους: σε αυτή την περίπτωση, το ποσοτικό κριτήριο του 40% δεν θα εξετάζεται καν. Αυτό σημαίνει ότι κλαδικές και οριζόντιες συμφωνίες με ισχυρή θεσμική νομιμοποίηση μπορούν να επεκτείνονται σε πολύ μεγαλύτερο μέρος της αγοράς εργασίας, χωρίς χρονοβόρες τεχνικές προϋποθέσεις.
Στόχος είναι να υπάρξει, σύντομα, κάλυψη από ΣΣΕ για πολύ περισσότερους εργαζόμενους, σε περισσότερο κλάδους, με ορατά οφέλη σε μισθούς και παροχές αλλά και καθαρό ανταγωνιστικό πεδίο για τις επιχειρήσεις.
Επιστροφή στην πλήρη μετενέργεια – τέλος στο μνημονιακό καθεστώς
Το δεύτερο μεγάλο κεφάλαιο της Συμφωνίας είναι η προστασία μετά τη λήξη των Συλλογικών Συμβάσεων Εργασίας. Εδώ εισάγεται μια αλλαγή με έντονο συμβολισμό: καταργείται η μνημονιακή ρύθμιση της μερικής μετενέργειας που ίσχυε από το 2012 και επανέρχεται το προμνημονιακό καθεστώς της πλήρους μετενέργειας.
Στην πράξη σημαίνει ότι:
- Μετά τη λήξη μιας ΣΣΕ δίνεται αρχικά μια παράταση τριών μηνών στην ισχύ της.
- Μετά την πάροδο των τριών μηνών, όλοι οι όροι της Σύμβασης εξακολουθούν να ισχύουν μέχρι τη σύναψη νέας συλλογικής ή ατομικής σύμβασης εργασίας.
Για τον εργαζόμενο, αυτό μεταφράζεται σε «βαθιά ανάσα ασφάλειας και αξιοπρέπειας»: δεν υπάρχει πια ο φόβος ότι με τη λήξη μιας σύμβασης «καταρρέουν» μισθοί και δικαιώματα από τη μια μέρα στην άλλη. Για την κυβέρνηση, η επιστροφή στην πλήρη μετενέργεια λειτουργεί ως ξεκάθαρη γραμμή λήξης της μνημονιακής εποχής στο εργασιακό πλαίσιο.
Τι κερδίζουν οι εργαζόμενοι, τι κερδίζουν οι επιχειρήσεις
Η κυβέρνηση επιμένει στη λογική του διπλού οφέλους.
Για τους εργαζόμενους, η Συμφωνία σημαίνει:
- Δυνατότητα για πραγματική αύξηση μισθών και παροχών, μέσω περισσότερων και ισχυρότερων ΣΣΕ.
- Σταθερό, ασφαλές και προβλέψιμο εργασιακό περιβάλλον, με σαφείς κανόνες.
- Λιγότερο άγχος για αλλαγές στους όρους εργασίας, αφού η λήξη μιας σύμβασης δεν απειλεί αυτομάτως τα δικαιώματα που έχουν κατοχυρωθεί.
Για τις επιχειρήσεις, τα κέρδη είναι επίσης συγκεκριμένα:
- Σταθερότητα και προβλεψιμότητα στο κόστος εργασίας, διευκόλυνση στον μακροπρόθεσμο σχεδιασμό.
- Περιβάλλον με ξεκάθαρους κανόνες, χωρίς συνεχείς αβεβαιότητες και ανοιχτά μέτωπα διαπραγματεύσεων.
- Περιορισμό του αθέμιτου ανταγωνισμού, καθώς οι επιχειρήσεις δεν μπορούν να «ρίχνουν» το κόστος τους πατώντας σε πιο χαλαρούς όρους για τους εργαζόμενους.
Η Συμφωνία επιχειρεί να αναδείξει ότι η ενίσχυση των ΣΣΕ δεν είναι εμπόδιο στην επιχειρηματικότητα, αλλά μέσο για ισορροπημένη ανάπτυξη, όπου ο εργαζόμενος αισθάνεται ασφαλής και ο εργοδότης ξέρει με σαφήνεια τους κανόνες του παιχνιδιού.
Η κεντροδεξιά υπογράφει την «επιστροφή στην κανονικότητα» στις ΣΣΕ
Πολιτικά, η κυβέρνηση «πουλάει» τη νέα Κοινωνική Συμφωνία ως τομή κανονικότητας: η Ελλάδα αφήνει πίσω της την περίοδο της έκτακτης ανάγκης και περνά σε ένα ευρωπαϊκό μοντέλο συλλογικής διαπραγμάτευσης, με ευρύτερη κάλυψη, πλήρη μετενέργεια και θεσμική συνεργασία κράτους – κοινωνικών εταίρων.
Το γεγονός ότι όλο αυτό έρχεται μαζί με τη βελτίωση των πραγματικών εισοδημάτων, τα θετικά στοιχεία της Eurostat και την επιτάχυνση του RRF, επιτρέπει στο Μέγαρο Μαξίμου να παρουσιάζει ένα ενιαίο αφήγημα: η Ελλάδα που συγκλίνει με την Ευρώπη, όχι μόνο στους αριθμούς, αλλά και στους κανόνες της αγοράς εργασίας.
Το αν η νέα Κοινωνική Συμφωνία για τις ΣΣΕ θα γίνει αισθητή και στο πορτοφόλι και στην ασφάλεια του κάθε εργαζομένου, θα φανεί το επόμενο διάστημα. Σε επίπεδο όμως θεσμικού πλαισίου, η κυβέρνηση δηλώνει ότι η χώρα γυρίζει σελίδα – και το κάνει, αυτή τη φορά, με συλλογική υπογραφή.












