Στην Ελλάδα, ο δημόσιος διάλογος γύρω από τις ανεξάρτητες αρχές επανέρχεται συχνά, κάθε φορά που ο χάρτης των θεσμών επιχειρείται να αναμορφωθεί. Δεν είναι μια τεχνική συζήτηση· είναι μια συζήτηση για το πώς αντιλαμβανόμαστε το ίδιο το κράτος. Οι ανεξάρτητες αρχές δεν δημιουργήθηκαν ως απλές οργανωτικές δομές. Σχεδιάστηκαν για να αποτελέσουν θεσμικά αντίβαρα, μηχανισμούς ελέγχου και προστασίας απέναντι στην ενδεχόμενη αυθαιρεσία της εκτελεστικής εξουσίας.
Η αφετηρία αυτής της πορείας τοποθετείται στο 1989, με την ίδρυση του Εθνικού Συμβουλίου Ραδιοτηλεόρασης. Το ΕΣΡ σηματοδότησε μια νέα εποχή θεσμικής ωρίμανσης: την αναγνώριση ότι ο εκσυγχρονισμός του κράτους απαιτεί μηχανισμούς ανεξάρτητους από την εκάστοτε κυβέρνηση, μηχανισμούς που εγγυώνται διαφάνεια, λογοδοσία και σεβασμό στα δικαιώματα των πολιτών. Η λειτουργία τους είχε τότε έναν σαφή προσανατολισμό: όχι υποκατάσταση της διοίκησης αλλά εποπτεία της.
Με το πέρασμα των δεκαετιών όμως, η εικόνα άρχισε να αλλάζει. Το κράτος, συχνά κουρασμένο από τη δική του δυσκαμψία, παραχώρησε όλο και περισσότερες αρμοδιότητες στις ανεξάρτητες αρχές. Όχι πάντα για να ενισχύσει την προστασία του πολίτη, αλλά συχνά επειδή αδυνατούσε να λειτουργήσει με την απαιτούμενη ταχύτητα. Έτσι, δομές που είχαν σχεδιαστεί για να συγκρατούν την αυθαιρεσία βρέθηκαν σε ορισμένες περιπτώσεις να υποκαθιστούν κρίσιμες πτυχές της πολιτικής λειτουργίας, χωρίς όμως να συνοδεύονται από το απαραίτητο επίπεδο δημοκρατικής λογοδοσίας.
Εδώ ακριβώς αναδεικνύεται και το ζήτημα της μεταφοράς του ΟΠΕΚΕΠΕ στην ΑΑΔΕ. Η συζήτηση αυτή δεν μπορεί να ιδωθεί αποκομμένη από το ευρύτερο θεσμικό πλαίσιο. Μπορεί μια τόσο κρίσιμη λειτουργία, που αφορά ευθέως τον Έλληνα αγρότη και τη διαχείριση των ευρωπαϊκών ενισχύσεων, να ενταχθεί σε μια ανεξάρτητη αρχή χωρίς να δημιουργηθούν νέες ανισορροπίες; Είμαστε βέβαιοι ότι θα λειτουργήσει σωστά; Ακόμη και σήμερα, σε διάφορες εφορίες, οι αρμόδιες αρχές έχουν εντοπίσει περιπτώσεις υπαλλήλων που παραβίασαν το καθήκον τους και διέπραξαν αδικήματα. Αυτό δεν το αναφέρουμε για να απαξιώσουμε το Δημόσιο, αλλά για να τονίσουμε ότι οι ανθρώπινες αδυναμίες δεν εξαφανίζονται απλώς επειδή αλλάζει η θεσμική επιγραφή μιας υπηρεσίας. Εμείς δεν επιδιώκουμε να παρακάμψουμε το δημόσιο σύστημα, εμείς θέλουμε να συνεργαστούμε μαζί του, να ενισχύσουμε την αποτελεσματικότητά του, να στηρίξουμε τους δημόσιους υπαλλήλους που εργάζονται με ευθύνη και ακεραιότητα.
Γιατί η λογοδοσία και η διαφάνεια δεν επιτυγχάνονται με θεσμικές μεταφορές, αλλά με λειτουργικές εγγυήσεις.
Αυτή η εξέλιξη δεν ακυρώνει την αξία των ανεξάρτητων αρχών. Αντίθετα, μας αναγκάζει να τεθούμε απέναντι στο ουσιαστικό ερώτημα: αισθάνονται άραγε οι πολίτες ότι οι ανεξάρτητες αρχές λειτούργησαν πραγματικά ως προστάτες τους; Νιώθουν ότι η φωνή τους ακούστηκε, ότι δικαιώθηκαν όταν το χρειάστηκαν, ότι η γραφειοκρατία μειώθηκε αντί να αναπαραχθεί πίσω από νέα θεσμικά επίπεδα;
Οι απαντήσεις δεν είναι μονοσήμαντες. Κι αυτό ακριβώς δείχνει την ανάγκη να επαναπροσδιορίσουμε τον ρόλο τους. Οι ανεξάρτητες αρχές έχουν θέση, έχουν αποστολή, έχουν σκοπό. Αλλά δεν μπορούν να λειτουργούν ως παράλληλη διοίκηση. Η άσκηση πολιτικής απαιτεί εντολή από τους πολίτες και ταυτόχρονα τη δυνατότητα υλοποίησής της.
Η λογοδοσία είναι αναπόσπαστο στοιχείο της δημοκρατίας και δεν μπορεί να μεταβιβάζεται.
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο εντάσσεται και η δημιουργία της νέας αρχής που συγκεντρώνει κρίσιμες λειτουργίες προστασίας του καταναλωτή, ενώνοντας τη ΔΙΜΕΑ, τον Συνήγορο του Καταναλωτή και συναφείς δομές που μέχρι σήμερα λειτουργούσαν διάσπαρτα. Η ενοποίηση αυτή δεν είναι μια απλή διοικητική διόρθωση.
Είναι μια προσπάθεια να αποκτήσει το κράτος πραγματική δυνατότητα επέμβασης στη λειτουργία της αγοράς, εκεί ακριβώς όπου γεννιούνται τα προβλήματα.
Γιατί η ακρίβεια, που σήμερα πιέζει κάθε νοικοκυριό, δεν εμφανίζεται ξαφνικά στο ταμείο του σουπερμάρκετ. Εκεί απλώς καταγράφεται. Το πραγματικό πρόβλημα γεννιέται νωρίτερα: στις ενδοομιλικές τιμολογήσεις, στα κοστολογικά μοντέλα πολυεθνικών, στις μεταβολές τιμών που διαμορφώνονται πριν καν φτάσει το προϊόν στη συσκευασία. Εκεί πρέπει να στραφεί η εποπτεία. Και εκεί μπορεί να φτάσει μια αρχή που λειτουργεί συντονισμένα, με μόνιμους, στοχευμένους και αποτελεσματικούς ελέγχους.
Για αυτό η συζήτηση για τις ανεξάρτητες αρχές υπερβαίνει τις τεχνικές λεπτομέρειες. Αγγίζει την καρδιά της πολιτικής: ποιο κράτος θέλουμε; Ποιοι θεσμοί μάς υπηρετούν; Πώς διασφαλίζουμε ότι ο πολίτης δεν χάνεται σε γραφειοκρατικά περάσματα αλλά βρίσκει μια διοίκηση που στέκεται δίπλα του;
Αν η νέα αρχή καταφέρει να λειτουργήσει με ουσία, αν οι αρμοδιότητες που της δίνονται μεταφραστούν σε πραγματική προστασία, τότε δεν θα έχουμε απλώς αναδιατάξει έναν οργανισμό. Θα έχουμε αλλάξει κουλτούρα. Θα έχουμε φέρει το κράτος πιο κοντά στην κοινωνία.
Γιατί τελικά ο στόχος είναι ένας:
Ένα κράτος που δεν υπόσχεται προστασία αλλά την προσφέρει.
του Ανδρέα Κατσανιώτη
Βουλευτής Αχαΐας με τη ΝΔ











