Η νέα έρευνα του ΙΝΕ/ΓΣΕΕ σε συνεργασία με την ALCO (Οκτώβριος 2025) σκιαγραφεί με σαφήνεια το προφίλ των νέων εργαζομένων έως 29 ετών. Τα στοιχεία δεν δείχνουν μια γενιά παθητική ή «άνεργη από επιλογή», αλλά μια γενιά που έχει επενδύσει σε σπουδές, δεξιότητες και ψηφιακή ετοιμότητα — και παρ’ όλα αυτά αισθάνεται ότι το εισόδημα, η κατοικία και η επαγγελματική σταθερότητα παραμένουν δυσπρόσιτα.
του Χρήστου Μυτιλινιού
Η εικόνα που προκύπτει δεν είναι μοιρολατρική ούτε καταγγελτική. Είναι μια ρεαλιστική ακτινογραφία που επιβεβαιώνει ότι, παρά τις παρεμβάσεις των τελευταίων ετών στην αγορά εργασίας, το ελληνικό οικοσύστημα δεν έχει ακόμη φτάσει στο επίπεδο ποιότητας που διεκδικεί η Generation Z.
Σπουδές υψηλού επιπέδου – χαμηλή σύνδεση με την αγορά
Με βάση τα στοιχεία της έρευνας, η πλειονότητα των νέων εργαζομένων είναι απόφοιτοι τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, ωστόσο το εκπαιδευτικό τους υπόβαθρο δεν μεταφράζεται πάντα σε ανάλογες θέσεις εργασίας. Ο μέσος βαθμός που δίνουν στην ερώτηση αν «η εκπαίδευση τους προετοίμασε για την αγορά εργασίας» είναι μόλις 2,7/5. Σημαντικό τμήμα απασχολείται εκτός αντικειμένου σπουδών, ενώ λιγότεροι από τους μισούς δηλώνουν ότι οι σπουδές τους σχετίζονται άμεσα με τη δουλειά τους.
Το πρόβλημα αυτό είναι γνωστό εδώ και χρόνια και έχουν γίνει βήματα — κυρίως η ενίσχυση της πρακτικής άσκησης μέσω ΕΣΠΑ, τα νέα προγράμματα κατάρτισης και η διασύνδεση πανεπιστημίων με την αγορά. Όμως η έρευνα δείχνει ότι η «γέφυρα» εκπαίδευσης–εργασίας παραμένει άνιση και χρειάζεται πιο στοχευμένες λύσεις: οργανωμένες διαδρομές πρώτης απασχόλησης, mentoring και αξιολόγηση πρακτικών ασκήσεων με ποιοτικά κριτήρια.
Το εισόδημα που δεν φτάνει και η καθυστερημένη ανεξαρτητοποίηση
Ένα από τα πιο χαρακτηριστικά ευρήματα είναι το εξής: μεγάλο ποσοστό των νέων δηλώνει ότι ο μισθός δεν επαρκεί για την κάλυψη βασικών αναγκών. Το ρεπορτάζ στηρίζεται στα στοιχεία της έρευνας, όπου ο μέσος όρος ικανοποίησης από την επάρκεια εισοδήματος παραμένει χαμηλός, ενώ πολλοί νέοι εξακολουθούν να στηρίζονται οικονομικά στην οικογένεια.
Η κυβέρνηση τα τελευταία χρόνια έχει προχωρήσει σε αυξήσεις κατώτατου μισθού, μείωση εισφορών και φορολογικές ελαφρύνσεις που έχουν ανακουφίσει το διαθέσιμο εισόδημα. Ωστόσο, η έρευνα δείχνει πως η πίεση από το κόστος στέγασης, ενέργειας και υπηρεσιών είναι ισχυρή. Αυτό εξηγεί και το εύρημα ότι σημαντικό ποσοστό παραμένει χωρίς οικονομική ανεξαρτησία — φαινόμενο που δεν αποτελεί ελληνική ιδιαιτερότητα, αλλά ευρωπαϊκή τάση.
Η ανάγκη για ειδικές πολιτικές στέγασης, όπως φθηνότερα ενοίκια για νέους εργαζόμενους, εταιρική στέγαση ή ενισχυμένα προγράμματα co-living, προκύπτει καθαρά από τα δεδομένα.
Εργασιακή εξάντληση: μια κουλτούρα χωρίς όρια
Στα ζητήματα ποιότητας εργασίας, τα ευρήματα είναι ακόμη πιο σαφή: ο μέσος όρος στην ερώτηση αν «η εργασία επηρεάζει αρνητικά την υγεία ή τον ύπνο» φτάνει το 4,5/5, ενώ στην «εξουθένωση» το 3,9/5. Οι νέοι αισθάνονται πίεση, άγχος και έλλειψη προσωπικού χρόνου, με τον δείκτη ισορροπίας ζωής–δουλειάς να βρίσκεται μόλις στο 2,7/5.
Η κυβέρνηση έχει νομοθετήσει το «δικαίωμα αποσύνδεσης», το πλαίσιο για το ψηφιακό ωράριο και τη διαφάνεια στις υπερωρίες, ωστόσο η έρευνα δείχνει ότι η κουλτούρα της αγοράς αλλάζει πιο αργά από τα νομικά εργαλεία. Η ευελιξία συχνά εκλαμβάνεται ως διαθεσιμότητα χωρίς όρια και η ψυχική υγεία δεν έχει ακόμη ενσωματωθεί ουσιαστικά στις επιχειρησιακές πρακτικές.
Τα στοιχεία δείχνουν καθαρά ότι η νέα γενιά δεν ζητά «προνόμια», αλλά ένα εργασιακό πλαίσιο που προστατεύει την ευημερία της: δικαίωμα αποσύνδεσης στην πράξη, όρια στον χρόνο εργασίας και ενεργές πολιτικές πρόληψης burnout.
Μια γενιά ψηφιακά ώριμη αλλά διχασμένη απέναντι στην Τεχνητή Νοημοσύνη
Η Generation Z αυτοαξιολογεί τις ψηφιακές της δεξιότητες με 3,9/5, ενώ δηλώνει ανοιχτή στη διαρκή μάθηση με εντυπωσιακό 4,5/5. Η άνεση με την Τεχνητή Νοημοσύνη βαθμολογείται με 3,6/5, όμως αρκετοί νέοι δηλώνουν ανησυχία ότι οι τεχνολογικές αλλαγές μπορεί να απειλήσουν το επάγγελμά τους.
Η κυβέρνηση έχει επενδύσει σε δράσεις ψηφιακού μετασχηματισμού και κατάρτισης (voucher, προγράμματα upskilling, πλατφόρμες δεξιοτήτων). Παρ’ όλα αυτά, η έρευνα αναδεικνύει το κενό μεταξύ της κατάρτισης και της πραγματικής αναγνώρισης μέσα στην εργασία. Οι νέοι ζητούν micro-credentials με κύρος, πιστοποίηση, και πάνω από όλα: σύνδεση της επιμόρφωσης με μισθολογική αναβάθμιση.
Αξίες και ποιότητα εργασίας πάνω από τον μισθό
Η έρευνα δείχνει μια γενιά που αναζητά σκοπό στην εργασία: η άποψη ότι «η εργασία πρέπει να έχει νόημα πέρα από τον μισθό» συγκεντρώνει 4,1/5, ενώ πολλοί δηλώνουν ότι θα άλλαζαν δουλειά ακόμη και με απώλεια εισοδήματος αν αυτή δεν τους εκφράζει. Αντίστοιχα υψηλό είναι και το ποσοστό που επιθυμεί εργοδότες με κοινωνική και περιβαλλοντική υπευθυνότητα.
Η τάση αυτή δεν στρέφεται εναντίον της αγοράς ή της ανάπτυξης. Αντίθετα, υποδεικνύει ότι το νέο εργασιακό ήθος συνδέει την απόδοση με την αξιοπιστία και τον κοινωνικό αντίκτυπο. Οι πολιτικές ESG, που ήδη υιοθετούνται από επιχειρήσεις και υποστηρίζονται θεσμικά, φαίνεται ότι λειτουργούν ως κριτήριο επιλογής για τη νέα γενιά.
Θεσμική δυσπιστία – πρόθυμη συμμετοχή στη συλλογική δράση
Παρά τη χαμηλή εμπιστοσύνη στους θεσμούς προστασίας εργασίας (μέσος όρος 2,2/5), οι νέοι εμφανίζονται πρόθυμοι να συμμετάσχουν σε απεργία όταν το αίτημα είναι δίκαιο (4,0/5). Αυτό δεν εκφράζει πολιτική αντιπαλότητα, αλλά ανάγκη για αποτελεσματικότητα: λιγότερη γραφειοκρατία, περισσότερη λογοδοσία.
Παραμονή ή φυγή; Το δίλημμα που παραμένει
Η πρόθεση εργασίας στο εξωτερικό παραμένει υψηλή (3,2/5), ενώ πολλοί θεωρούν ότι «η γενιά των γονιών τους έζησε καλύτερα» (4,2/5). Το εύρημα αυτό δεν αποδίδει ευθύνη αποκλειστικά σε κυβερνήσεις· αντανακλά διαχρονικά διαρθρωτικά προβλήματα της ελληνικής οικονομίας, από τη στεγαστική κρίση μέχρι την παραγωγικότητα.
Η κυβέρνηση έχει δηλώσει στόχο το «brain regain», με προγράμματα κινήτρων και ενισχύσεις για επιστροφή νέων επαγγελματιών. Η έρευνα δείχνει ότι αυτά τα εργαλεία είναι χρήσιμα, αλλά η καθημερινότητα των νέων θα κρίνει το τελικό αποτέλεσμα.
Τι προκύπτει από τα δεδομένα – προτάσεις που γεφυρώνουν το χάσμα
Με βάση τα ευρήματα, οι παρεμβάσεις που χρειάζονται δεν είναι γενικές αλλά απολύτως συγκεκριμένες:
- Στοχευμένες διαδρομές πρώτης εργασίας με δέσμευση επιχειρήσεων και πανεπιστημίων.
- Ειδική στεγαστική στήριξη για νέους εργαζόμενους.
- Εδραίωση του δικαιώματος αποσύνδεσης και ενεργές πολιτικές ψυχικής υγείας.
- Micro-credentials με θεσμική αναγνώριση και μισθολογική ανταμοιβή.
- Διαφάνεια μισθών και δείκτες «εργασιακής δικαιοσύνης» στις επιχειρήσεις.
Η Generation Z δεν ζητά προνόμια. Ζητά ένα περιβάλλον όπου οι προσπάθειες και οι σπουδές της αποδίδουν. Η κυβέρνηση έχει κάνει βήματα, όμως η έρευνα ΙΝΕ/ΓΣΕΕ–ALCO δείχνει ότι το στοίχημα δεν έχει ακόμη κερδηθεί. Αν η Ελλάδα θέλει να κρατήσει το ανθρώπινο κεφάλαιό της, πρέπει να μετατρέψει τα ευρήματα σε πολιτικές που ενισχύουν την καθημερινότητα των νέων — όχι στο μέλλον, αλλά από τώρα.












