Το τίμημα της μετάβασης αρχίζει να βαραίνει επικίνδυνα πάνω στο ίδιο το αφήγημα της πράσινης μετάβασης. Σύμφωνα με έρευνα του Παγκόσμιου Οικονομικού Φόρουμ, σε συνεργασία με τη McKinsey, «στα μισά της δεκαετίας για την παράδοση αποτελεσμάτων, η πράσινη μετάβαση χρειάζεται ένα νέο αφήγημα». Τα στελέχη επιχειρήσεων ανά τον κόσμο δεν αμφισβητούν την ανάγκη αντιμετώπισης της κλιματικής αλλαγής, αλλά στέλνουν σαφές μήνυμα: αν δεν μπει στο κάδρο το κοινωνικοοικονομικό κόστος, το εγχείρημα κινδυνεύει.
Η πράσινη μετάβαση σε κρίσιμο σταυροδρόμι
Οι επιχειρήσεις βλέπουν μπροστά τους ένα πλέγμα από κινδύνους: αναζωπύρωση του πληθωρισμού, αύξηση του κόστους κεφαλαίου, πολιτικό ρίσκο στο εσωτερικό των χωρών, ανισότητες που βαθαίνουν. Ήδη, σε παγκόσμιο επίπεδο, το 51% των εταιρειών αναμένει αύξηση τιμών λόγω πράσινης μετάβασης σε τουλάχιστον έναν βασικό κλάδο.
Οι μεγαλύτερες πιέσεις εντοπίζονται στην ενέργεια και τη γεωργία, ειδικά σε χώρες με διασκορπισμένο πληθυσμό και ισχυρό αγροτικό αποτύπωμα. Καθώς το κόστος του άνθρακα αυξάνεται και λύσεις υψηλής έντασης άνθρακα περιορίζονται ή απαγορεύονται, αγαθά και υπηρεσίες γίνονται λιγότερο προσιτά για ορισμένες κοινωνικές ομάδες. Το ερώτημα δεν είναι πια μόνο «πόσο πράσινοι θα γίνουμε», αλλά ποιος θα πληρώσει το λογαριασμό και με τι συνέπειες.
Η ελληνική ιδιαιτερότητα: κόστος, αβεβαιότητα, κουλτούρα
Η Ελλάδα κατατάσσεται στις «Αναδυόμενες πράσινες οικονομίες», αλλά μπαίνει στο κάδρο με αρνητική ιδιαιτερότητα:
• Υψηλότερο κόστος ενέργειας και βασικών προϊόντων: 52% των στελεχών το βλέπει ως εμπόδιο (έναντι 37% παγκοσμίως).
• Ρυθμιστική αβεβαιότητα και βάρος συμμόρφωσης: 47% (έναντι 36%).
• Αργή επιστροφή επένδυσης: 34% (έναντι 32%).
• Οργανωτική κουλτούρα και αντίσταση στην αλλαγή: 30% (έναντι 22%).
Το μήνυμα είναι διπλό: από τη μια, η ελληνική οικονομία πιέζεται από ακριβή ενέργεια και συχνές μεταβολές ή ασάφειες στο ρυθμιστικό πλαίσιο. Από την άλλη, στο εσωτερικό των ίδιων των επιχειρήσεων υπάρχει ακόμα ισχυρή αντίσταση στην αλλαγή, που καθυστερεί επενδύσεις σε πράσινες τεχνολογίες.
Ανισότητες, πληθωρισμός και διάβρωση εμπιστοσύνης
Η έκθεση του WEF προειδοποιεί ότι η πράσινη μετάβαση «κουμπώνει» πάνω σε ένα ήδη επιβαρυμένο περιβάλλον ανισοτήτων. Η εγχώρια ανισότητα εισοδήματος έχει διευρυνθεί τις τελευταίες δεκαετίες και ο 10ος Στόχος Βιώσιμης Ανάπτυξης του ΟΗΕ αναγνωρίζει τη μείωση της ανισότητας ως κεντρικό ζητούμενο. Όταν η άνοδος των τιμών τρέχει πιο γρήγορα από τα εισοδήματα των πιο ευάλωτων, οι κοινωνικοοικονομικές προκλήσεις πολλαπλασιάζονται: πρόσβαση σε βασικά αγαθά, υπηρεσίες, αλλά και αίσθηση δικαιοσύνης.
Η έκθεση μιλά για διάβρωση της εμπιστοσύνης στους θεσμούς, όταν τα νοικοκυριά θεωρούν ότι τα συμφέροντά τους δεν εξυπηρετούνται. Σε αυτό το πλαίσιο, η πράσινη μετάβαση κινδυνεύει να γίνει αντιληπτή ως πολυτέλεια των λίγων, αν δεν ενσωματώσει συστηματικά τις κοινωνικές παραμέτρους.
Νέος πληθωριστικός κύκλος και επενδυτικά διλήμματα
Μετά το μεγαλύτερο πληθωριστικό επεισόδιο των τελευταίων 50 ετών, ο παγκόσμιος πληθωρισμός κορυφώθηκε στο 8,6% το 2022 και –έστω κι αν αποκλιμακώνεται προς το 4,2% το 2025– παραμένει υψηλότερος από τη δεκαετία του 2010. Η νομισματική σύσφιξη αυξάνει το κόστος κεφαλαίου, περιορίζει τον δημοσιονομικό χώρο και δυσκολεύει τη χρηματοδότηση πράσινων έργων, ειδικά σε χώρες με υψηλό δημόσιο χρέος και μικρό επενδυτικό βάθος.
Οι θέσεις εργασίας και το “people first” της πράσινης μετάβασης
Στο μέτωπο της αγοράς εργασίας, ο συνδυασμός πολιτικών κλίματος και ανάπτυξης πράσινων τεχνολογιών εκτιμάται ότι θα διαταράξει 14,4 εκατ. θέσεις εργασίας έως το 2030, αλλά με καθαρά θετικό ισοζύγιο: δημιουργία 9,6 εκατ. θέσεων και απώλεια 2,4 εκατ. Παρ’ όλα αυτά, η μετάβαση δεν θα είναι ομαλή για όλους και όλες.
Το τελικό συμπέρασμα του Παγκόσμιου Οικονομικού Φόρουμ και της McKinsey είναι απολύτως πολιτικό: για να πετύχει η δράση για το κλίμα, τα σχέδια του δημόσιου και του ιδιωτικού τομέα πρέπει να δουλεύουν για τους ανθρώπους και την οικονομία. Χωρίς κοινωνικοοικονομική ασπίδα, η πράσινη μετάβαση κινδυνεύει να μείνει χωρίς πραγματική κοινωνική νομιμοποίηση – κι αυτό, σε δημοκρατίες που ψηφίζουν, είναι ίσως ο μεγαλύτερος κίνδυνος.












