Από το 2026, οι φορολογούμενοι που δεν θα έχουν συγκεντρώσει ηλεκτρονικές αποδείξεις ισοδύναμες με το 30% του ατομικού τους εισοδήματος για το 2023, θα υποχρεωθούν να πληρώσουν επιπλέον φόρο έως και 22% επί του υπολοίπου.
Αυτή η νέα οδηγία επηρεάζει χιλιάδες πολίτες κάθε κατηγορίας, οι οποίοι κάθε χρόνο χάνουν τη δυνατότητα έκπτωσης φόρου για αγορές προϊόντων και υπηρεσιών. Ως αποτέλεσμα, αντιμετωπίζουν αυξημένα χρεωστικά εκκαθαριστικά σημειώματα, διότι δεν έχουν πραγματοποιήσει τις απαραίτητες ηλεκτρονικές δαπάνες.
Οι ηλεκτρονικές αποδείξεις
Η συγκέντρωση ηλεκτρονικών αποδείξεων θα επιφέρει επιπλέον εκπτώσεις φόρου και για τα εισοδήματα που θα αποκτηθούν το 2026. Αυτό προϋποθέτει τη χρήση ηλεκτρονικών πληρωμών για υπηρεσίες από επαγγελματίες που θεωρούνται υψηλού κινδύνου, όπως δικηγόροι, κομμωτές, ταξιτζήδες, ηλεκτρολόγοι, υδραυλικοί, φωτογράφοι, γυμναστές και σχολές χορού.
Οι πληρωμές
Για αυτές τις δαπάνες, οι φορολογούμενοι θα πρέπει να εξοφλούν με πιστωτικές ή χρεωστικές κάρτες ή μέσω άλλων ηλεκτρονικών μεθόδων πληρωμής, όπως προπληρωμένες κάρτες και e-banking, εφόσον έχουν και τις σχετικές αποδείξεις. Για το 2023, οι φορολογούμενοι που δεν κατάφεραν να “χτίσουν” το αφορολόγητο μέσω αποδείξεων καλούνται να καταβάλουν συνολικά 56 εκατομμύρια ευρώ σε επιπλέον φόρους.
Κάθε μισθωτός, συνταξιούχος, αγρότης ή αυτοαπασχολούμενος, καθώς και εκείνοι με εισοδήματα από ενοίκια, θα πρέπει μέχρι το τέλος του 2025 να έχουν δαπανήσει ποσό που ισούται με το 30% του πραγματικού τους ετήσιου εισοδήματος. Το ανώτατο όριο δαπανών για την αναγνώριση τους ανέρχεται σε 20.000 ευρώ.
Αξιοσημείωτο είναι ότι οι φορολογούμενοι που έχουν δαπάνες για την πληρωμή φόρων εισοδήματος και ΕΝΦΙΑ, καθώς και τοκοχρεωλυτικές δόσεις δανείων ή ενοίκια, θα αντιμετωπιστούν διαφορετικά. Σε αυτή την περίπτωση, το ποσοστό που πρέπει να καλύψουν περιορίζεται στο 20%, από 30% που ήταν προηγουμένως, εφόσον αυτές οι δαπάνες υπερβαίνουν το 60% του ετήσιου πραγματικού εισοδήματος. Επιπλέον, για εκείνους που έχουν λογαριασμούς που έχουν κατασχεθεί, το απαιτούμενο όριο δαπανών μειώνεται σε 5.000 ευρώ.












