Η πορεία-θρίλερ που ξεκίνησε την 1η Ιουλίου
Μυστήριο γύρω από πλοίο με σημαία Παναμά το οποίο «μπλοκαρίστηκε» στο λιμάνι του Αστακού και για το οποίο υπήρχαν πληροφορίες ότι μετέφερε τζιπ για πολεμικές επιχειρήσεις στην ανατολική Λιβύη για λογαριασμό του στρατάρχη Χαλιφά Χαφτάρ.
Το πλοίο κουβαλούσε 350 κοντέινερ και μετά από 96 ολόκληρες ώρες, εν τέλει αναχώρησε για τη Μισράτα, στη βορειοδυτική Λιβύη. Την υπόθεση φαίνεται πως χειρίστηκε το υπουργείο Άμυνας και Εξωτερικών, εν γνώσει του Μεγάρου Μαξίμου, σύμφωνα με την εφημερίδα «Τα Νέα». Γνώστες της υπόθεσης ήταν και το ΝΑΤΟ αλλά και οι μυστικές υπηρεσίες.
Το θρίλερ ξεκίνησε την 1η Ιουλίου όταν το φορτηγό πλοίο αναχώρησε από το λιμάνι Μίνα Τζεμπέλ Αλί του Ντουμπάι, όπου είχε ελλιμενιστεί λίγες ώρες νωρίτερα προερχόμενο από την Ινδία. Το απόγευμα της 16ης Ιουλίου εμφανίζεται να περνά τη Διώρυγα του Σουέζ και να ακινητοποιείται αρχικά από ολλανδική φρεγάτα, στο πλαίσιο της επιχείρησης «Ειρήνη» της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Η συγκεκριμένη επιχείρηση έχει ξεκινήσει από την 31η Μαρτίου 2020 και προβλέπει την ανάπτυξη αεροναυτικών δυνάμεων με αεροσκάφη και δορυφορικά μέσα των χωρών της ΕΕ έχοντας ως στόχο να διασφαλίσει την εφαρμογή του εμπάργκο όπλων που αποφασίστηκε από το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ στα ανοικτά των ακτών της Λιβύης.
Μετά την κινητοποίηση της ολλανδικής φρεγάτας, υπήρξε η πληροφορία στο ΝΑΤΟ πως το πλοίο μετέφερε τζιπ και ίσως οπλισμό για τη Λιβύη και το καθεστώς Χαφτάρ.
Μετά την αρχική ακινητοποίηση στη Μεσόγειο, θεωρείται σίγουρο πως τον έλεγχο του πλοίου ανέλαβε το ιταλικό πολεμικό ναυτικό ITS Morosini, το οποίο συνόδευσε το AYA1 στο λιμάνι του Αστακού Αιτωλοακαρνανίας, όπου έφθασαν στις 19:00 της 27ης Ιουλίου, όπως γράφουν τα «Νέα».
Για αυτές τις ενέργειες ενημερώθηκε και η ηγεσία του υπουργείου Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής, με αναφορές ότι πρόκειται για μία υπόθεση «ειδικού χειρισμού» και «ιδιαίτερα ευαίσθητη». Στα έγγραφα του πλοίου αναφερόταν πως τα κοντέινερ δεν μετέφεραν στρατιωτικό υλικό αλλά καλλυντικά, τσιγάρα, ηλεκτρικές συσκευές κ.ά. Στη συνέχεια ακολούθησε έλεγχος του περιεχομένου, κατά τον οποίο βρέθηκαν τα στρατιωτικά οχήματα. Παρέμβαση από τις ελληνικές αρχές δεν ζητήθηκε ποτέ.