Η διαδικασία των ακροάσεων στην Εξεταστική Επιτροπή για τον ΟΠΕΚΕΠΕ βαδίζει προς το κλείσιμό της, όμως οι προσδοκίες της αντιπολίτευσης να αναδειχθεί κάποιο «γαλάζιο σκάνδαλο» φαίνεται ότι δεν επιβεβαιώνονται. Αντιθέτως, από τις μέχρι σήμερα καταθέσεις προκύπτουν σοβαρές αντιφάσεις σε κρίσιμους ισχυρισμούς, ενώ στο προσκήνιο επανέρχεται ένα πολύπλοκο δίκτυο σχέσεων εταιρειών που συνδέεται με το ΠΑΣΟΚ και τη μακροχρόνια παρουσία του στο Αγροτική Ανάπτυξη.
Αυτό που τονίζεται πλέον σε κυβερνητικές πηγές είναι πως «δεν προέκυψε κανένα στοιχείο που να στηρίζει την αφήγηση περί ποινικών αδικημάτων ή έκνομων παρεμβάσεων» από την πλευρά της Νέας Δημοκρατίας. Και αυτό, παρά τις αρχικές αιτιάσεις περί «ευρημάτων» της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας, που χρησιμοποιήθηκαν ως πολιτικό εργαλείο τους προηγούμενους μήνες.
Οι καταθέσεις που αποδόμησαν το αφήγημα των πιέσεων
Κεντρικό σημείο της αντιπολίτευσης υπήρξαν οι καταγγελίες περί «πιέσεων» που επικαλέστηκε η Παρασκευή Τυχεροπούλου. Ωστόσο, μέσα από τις ερωτήσεις των μελών της Επιτροπής και τα διασταυρωμένα στοιχεία από υπηρεσιακούς παράγοντες, διαπιστώθηκε ότι οι υποτιθέμενες πιέσεις αφορούσαν αποκλειστικά την υποχρέωσή της να ολοκληρώσει ελέγχους που είχε αναλάβει η ίδια.
Η ίδια παραδέχτηκε ότι «κανείς δεν της ζήτησε να αποδεσμεύσει ΑΦΜ ή λογαριασμούς», ενώ παράλληλα έγινε σαφές πως δεν πληρούσε τα τυπικά προσόντα για τη μετάταξή της στον Οργανισμό. Το σχετικό αίτημα αποσύρθηκε μετά από έγγραφο του προέδρου του ΟΠΕΚΕΠΕ, Δημήτρη Σαλάτα, προς την Εισαγγελία.
Στο επίκεντρο βρέθηκε και ο Γρηγόρης Βάρρας, ο οποίος κατηγόρησε τον Μάκη Βορίδη για παράβαση καθήκοντος επειδή σημείωσε τη λέξη «συμφωνώ» σε υπηρεσιακό έγγραφο. Από τα στοιχεία όμως προέκυψε ότι το έγγραφο είχε εισηγηθεί ο τότε πρόεδρος του Οργανισμού, Αθανάσιος Καπρέλης, πρόσωπο τοποθετημένο επί ΣΥΡΙΖΑ. Ο κ. Βορίδης προσκόμισε μάλιστα ντοκουμέντα που δείχνουν ότι ο ίδιος ο Βάρρας αγνόησε εισηγήσεις αρμόδιων διευθύνσεων και χρησιμοποίησε τη δική του διακήρυξη για τις τεχνικές λύσεις του 2020, παρά τις προειδοποιήσεις υπηρεσιακών στελεχών – ιδίως για την Κρήτη.
Αποκλίσεις και σκιές στο αφήγημα του ΠΑΣΟΚ
Σημαντική εντύπωση προκαλεί επίσης η στάση του ΠΑΣΟΚ, το οποίο διεκδικεί ρόλο «καθαρού» θεματοφύλακα, όμως επέλεξε να μην ανοίξει δικά του κρίσιμα κεφάλαια. Χαρακτηριστική είναι η άρνηση να κληθεί ο CEO της Cognitera, κ. Κουφουδάκης, παρότι η εταιρεία του –μαζί με τις ΜΕΣΥΝΕΛ, AgroPoint και Αγρογένεσις– συνδέεται οργανικά με την Ένωση Αγρινίου του Παναγιώτη Κουτσουπιά. Πρόκειται για πρόσωπο με βαθιά κομματική διαδρομή στο ΠΑΣΟΚ, τόσο επί Φώφης Γεννηματά όσο και επί Νίκου Ανδρουλάκη.
Στην Εξεταστική, η εισηγήτρια του ΠΑΣΟΚ Μιλένα Αποστολάκη δεν προσήλθε καν, γεγονός που ενίσχυσε –σε κυβερνητικές εκτιμήσεις– την αίσθηση ότι το κόμμα δεν θέλει να ανοίξει τα πεπραγμένα των δικών του συνεργατών.
Ταυτόχρονα, υπενθυμίζεται ότι η συνεργασία του ΟΠΕΚΕΠΕ με τη Neuropublic ξεκίνησε το 2010, με υπογραφή της ίδιας της κ. Αποστολάκη ως υφυπουργού στην κυβέρνηση Παπανδρέου. Η Νέα Δημοκρατία σημειώνει ότι όταν ο Μάκης Βορίδης ανέλαβε το υπουργείο, βρήκε την εταιρεία ήδη σε ρόλο βασικού αναδόχου επί μια δεκαετία, και αντί να την ενισχύσει, άνοιξε τη διαδικασία σε περισσότερους παρόχους. Παρ’ όλα αυτά, η αντιπολίτευση επιχειρεί να εμφανίσει τη διεύρυνση ανταγωνισμού ως παράβαση.
Η πραγματική εικόνα που διαμορφώνει η Εξεταστική
Με βάση τα έως τώρα δεδομένα, η εικόνα που σχηματίζεται είναι ότι η Επιτροπή δεν ανέδειξε κάποιο «γαλάζιο σκάνδαλο», αλλά κυρίως μια σειρά προσπαθειών δημιουργίας εντυπώσεων. Αντίθετα, αναδείχθηκε η ύπαρξη ενός χρόνιου “πράσινου” πλέγματος εταιρειών και προσώπων, που για χρόνια συνεργάζονταν με τον ΟΠΕΚΕΠΕ χωρίς ουσιαστικό δημόσιο έλεγχο.
Η συζήτηση πλέον μετατοπίζεται από την αναζήτηση πολιτικών ευθυνών της σημερινής κυβέρνησης σε μια ευρύτερη αποτίμηση της λειτουργίας του Οργανισμού επί δεκαετίες, αλλά και στις δομικές αδυναμίες που διατήρησαν συγκεκριμένα επιχειρηματικά σχήματα στη «σκιά» της Αγροτικής Ανάπτυξης.
Σε κάθε περίπτωση, η Εξεταστική αποδεικνύεται περισσότερο ως μια διαδικασία που αποκάλυψε το κενό επιχειρημάτων της αντιπολίτευσης παρά ως διαδικασία διερεύνησης κυβερνητικών παρατυπιών. Και αυτό αφήνει σοβαρές πολιτικές προεκτάσεις για το επόμενο διάστημα.












