Απίστευτες και θρασύτατες κατηγορίες για «ελληνικό εκφοβισμό
στα “τουρκικά” σχολεία»
Δεν είναι η πρώτη φορά και φυσικά δεν θα είναι ούτε η τελευταία. Η Τουρκία αξιοποιεί κάθε αφορμή για να εμφανίσει τη μουσουλμανική μειονότητα της Θράκης ως «καταπιεσμένη τουρκική κοινότητα», με απώτερο στόχο να τη μετατρέψει σε εργαλείο της εξωτερικής της πολιτικής.
Το τελευταίο επεισόδιο εκτυλίχθηκε στην Ξάνθη με αφορμή τη διαμαρτυρία του συμβουλίου του μειονοτικού Λυκείου-Γυμνασίου ότι «δεν του επετράπη η είσοδος» στο σχολείο. Το περιστατικό που, σύμφωνα με τις ελληνικές αρχές, συνδέεται με τεχνικές εργασίες και διαδικαστικούς περιορισμούς μετατράπηκε σχεδόν ακαριαία σε αφήγημα «εκφοβισμού» και «παραβίασης της Λωζάννης» από τα τουρκικά ΜΜΕ.
Στρατηγική επιλογή
Μέσα σε λίγα εικοσιτετράωρα το τηλεγράφημα του Anadolu έγινε πρώτη ύλη για την «Daily Sabah», τη «Yeni Şafak», τη «Sözcü» και τη «Yeni Akit», ενώ την ίδια γραμμή ακολούθησε και η ABTTF, η γνωστή οργάνωση βιτρίνα της Άγκυρας στην Ευρώπη. Οι τίτλοι ήταν αποκαλυπτικοί: «Η Λωζάννη μπήκε στο ράφι», «Ελληνικός εκφοβισμός στα “τουρκικά” σχολεία», «Παραβίαση των δικαιωμάτων των Τούρκων της Δυτικής Θράκης».
Η χρήση του όρου «Τούρκοι» αντί του νομικού «μουσουλμανική μειονότητα» δεν είναι απλή λεπτομέρεια αλλά στρατηγική επιλογή. Στόχος είναι να αλλοιωθεί η ίδια η βάση του διεθνούς δικαιικού καθεστώτος ώστε η μειονότητα να εμφανίζεται ως «εθνική», άρα ως ζήτημα διμερούς διαπραγμάτευσης.
Στην ανακοίνωση του προέδρου της ABTTF Χαλίτ Χαμπίμπογλου παρουσιάστηκαν μάλιστα αριθμοί για τη «συρρίκνωση» των σχολείων: από 305 τουρκικά δημοτικά το 1930, σήμερα μόνο 83. Τα στοιχεία αυτά ανακυκλώνονται μονόπλευρα αποσιωπώντας τις πραγματικές αιτίες συγχωνεύσεων λόγω χαμηλής φοίτησης. Χαρακτηριστικό είναι το επιχείρημα για το χωριό Μιζάνλι, όπου «δέκα μαθητές δεν επαρκούν για άνοιγμα σχολείου», σε αντιπαράθεση με την Ψέριμο, όπου λειτούργησε σχολείο με δύο μαθητές.
Στην πραγματικότητα τέτοιες συγκρίσεις είναι επιλεκτικές και υπηρετούν την ίδια γραμμή προπαγάνδας, να παρουσιαστεί η Ελλάδα ως χώρα που «σβήνει» τα σχολεία της μειονότητας, την ώρα που η Τουρκία εμφανίζεται «καλοπροαίρετη» προς τα ρωμαίικα σχολεία της Ίμβρου.
Η κορύφωση ήρθε με τη «Yeni Akit», που συνέδεσε την υπόθεση με την επικείμενη επαναλειτουργία της Θεολογικής Σχολής της Χάλκης. Με αυτό τον τρόπο η Άγκυρα επιχείρησε να δημιουργήσει «αντιπαράθεση καθρέφτη»: «εμείς ανοίγουμε, η Ελλάδα κλείνει». Μια ρητορική που δεν αντέχει σε σοβαρό έλεγχο, αλλά εξυπηρετεί την ανάγκη εσωτερικής κατανάλωσης στην Τουρκία και τη συνεχή διεθνοποίηση του ζητήματος.
Το επεισόδιο στην Ξάνθη είναι ενδεικτικό της μεθοδολογίας. Τοπικά ζητήματα -είτε πρόκειται για τεχνικά έργα είτε για συγχωνεύσεις λόγω αριθμών- διογκώνονται και διαχέονται από τουρκικά Μέσα και οργανώσεις ώστε να δημιουργηθεί εικόνα μόνιμης καταπίεσης. Η ίδια τακτική έχει χρησιμοποιηθεί επανειλημμένως σε υποθέσεις μουφτήδων, διορισμών διευθυντών και σχολικών κτιρίων.
Το διακύβευμα για την ελληνική πλευρά είναι να αποδομεί με στοιχεία αυτές τις αφηγήσεις. Η απάντηση δεν μπορεί να είναι αμυντική ή γενικόλογη. Χρειάζεται σαφής παρουσίαση του τι ισχύει, ποιοι είναι οι αριθμοί, ποια η νομοθεσία και ποια τα δικαιώματα της μειονότητας. Αν αυτά μείνουν στο σκοτάδι, το έδαφος μένει ανοιχτό στην τουρκική προπαγάνδα. Η Άγκυρα θα συνεχίσει να εργαλειοποιεί τη μειονότητα.
Η υπόθεση της Ξάνθης δείχνει ότι αρκεί μια «κλειστή πόρτα» για να στηθεί μια ολόκληρη επικοινωνιακή καταιγίδα. Το ερώτημα είναι αν η Ελλάδα θα έχει τη βούληση και την ετοιμότητα να απαντά κάθε φορά με καθαρά και τεκμηριωμένα δεδομένα.