Τα προβλήματα δεν πρέπει να κρύβονται. Οφείλουν να αναδεικνύονται καθώς τελική μας επιδίωξη είναι η επίλυσή τους. Η Ελλάδα των ανισοτήτων σαφώς δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή από κανέναν. Πολύ περισσότερο από μια υπεύθυνη κυβέρνηση όπως είναι αυτή του Κυριάκου Μητσοτάκη.
Ενώ η κυβέρνησή μας προβάλλει ως κεντρικό της αφήγημα την οικονομική ανάπτυξη με πράξεις και όχι με λόγια, καθώς και την προσέλκυση σημαντικών τεχνολογικών κυρίαρχα επενδύσεων, σε πολλές λαϊκές συνοικίες της χώρας -από τα δυτικά προάστια της Αθήνας μέχρι τα εργατικά προάστια της Θεσσαλονίκης και την περιφέρεια- η καθημερινότητα έχει δρόμο ακόμα για να βελτιωθεί καθοριστικά. Η ακρίβεια στα ενοίκια (στα τρόφιμα εξελίσσεται πάγωμα τιμών σε μια προσέγγιση που οφείλουμε να υπογραμμίσουμε), οι δημόσιες υπηρεσίες που οφείλουμε να κάνουμε πιο λειτουργικές και η ανασφάλεια στη δημόσια τάξη παραμένουν ανοικτά ζητήματα. Το ίδιο συμβαίνει με τις μεταφορές. Εδώ και έξι χρόνια έχει προκύψει έργο και προσπάθεια σε όλους τους προαναφερόμενους τομείς. Έργο όμως που χρειάζεται να επιταχυνθεί. Για να ανασάνουν οι ευάλωτοι πολίτες αλλά και για να ανασχεθεί το λαϊκιστικό κύμα που προέρχεται από τις «παλαβές» δυνάμεις ενός αναδυόμενου λαϊκισμού της τυφλής οργής.
Η Νέα Δημοκρατία ξεκάθαρα επιλέγει και επιθυμεί να κυβερνά με πραγματική κοινωνική νομιμοποίηση. Όχι με δημοσκοπική. Για τον παραπάνω λόγο είναι επιτακτικό να οδηγήσει στη νέα τους περίοδο και σε καινούργιες προοπτικές, καθώς ήδη κυβερνάμε έξι χρόνια, ώστε να στηρίξει τους ανθρώπους που αποτελούν τη ραχοκοκαλιά της κοινωνίας.
Η κυβέρνηση συχνά επικαλείται τη μείωση της ανεργίας και την προσέλκυση επενδύσεων ως αποδείξεις προόδου. Όπως και τη σημαντική αύξηση στον κατώτατο μισθό και τις χαμηλές συντάξεις μαζί με τη μείωση σειράς φόρων.
Πρόκειται για μεγάλες τομές και νίκες της παράταξής μας.
Ωστόσο, αυτή η «ανάπτυξη» πρέπει να φτάσει με τον ίδιο τρόπο σε όλες τις κοινωνικές τάξεις. Πολλές από τις νέες θέσεις εργασίας που δημιουργούνται έχουν δρόμο ακόμα για να χαρακτηριστούν ως «ποιοτικές», ενώ τα φαινόμενα εργοδοτικής αυθαιρεσίας προβληματίζουν το επιτελείο του υπουργείου Εργασίας.
Η μεταρρύθμιση του εργασιακού νόμου το 2021 βοήθησε στην παραγωγικότητα και την περαιτέρω μείωση της ανεργίας. Παρά ταύτα, έχουν πολλά ακόμα να γίνουν στα πεδία της κατάρτισης, της εξίσωσης των μισθών με την ΕΕ, της αντιμετώπισης κόστους ζωής. Και φυσικά οφείλουμε οργανωμένα να δώσουμε απαντήσεις στο γιατί χιλιάδες νέοι μας δεν είναι ευχαριστημένοι από την παρεχόμενη εργασία, επιλέγοντας την αποχή από την αγορά σε ένα περίεργο αλλά υπαρκτό κοινωνικό φαινόμενο.
Είναι μια τάση κοινωνικής αποστασιοποίησης που παράγει μια κοινωνία χαμηλής προσδοκίας. Μια ματαίωση που οφείλουμε να αναλύσουμε.
Έχοντας ο Έλληνας ως κεκτημένη πλέον την εργασία, αναζητά εξάλλου το καλύτερο. Ο εργάτης ή ο υπάλληλος των 800, 900 ή 1.000 ευρώ αναγνωρίζει στη ΝΔ τη θετική προσπάθεια. Για αυτό μας υπερψήφισε το 2023. Τώρα όμως θέλει κάτι πιο μεγάλο.
Έπειτα από 15 χρόνια απανωτών κρίσεων ο λαϊκός κόσμος αναζητά ποιότητα παροχών, ποιότητα ζωής, ποιότητα κρατικών υποδομών και παροχών. Ένα κράτος καλύτερο, μια καθημερινότητα πιο θετική. Μην υποτιμούμε πως ο Έλληνας έχει κουραστεί στα τόσα πολλά χρόνια της καχεξίας και των μνημονίων.
Στο ίδιο πλαίσιο, η επιδοματική πολιτική που υιοθετήθηκε σε κρίσεις -όπως το καλάθι του νοικοκυριού ή το Market Pass- δεν ήταν παρά προσωρινή. Εκτιμήθηκε θετικά από την πλειοψηφία, όμως σαφώς δεν μπορεί ένα νοικοκυριό να προχωρά με αυτό τον τρόπο. Ο πολίτης επιζητά μόνιμη ευημερία. Όχι έκτακτες λύσεις για πρόσκαιρα ζητήματα. Κανένας δεν θέλει μια «μισή ζωή». Όλοι θέλουν ευημερία διαρκείας με κοινωνική ασφάλεια.
Αν και σε κάποιες περιπτώσεις τα επιδόματα ομολογουμένως παρείχαν ανακούφιση, δεν αποτελούν μακροπρόθεσμη λύση στο αυξανόμενο κόστος ζωής.
Η κατάσταση στην Υγεία είναι ένα ακόμα πεδίο όπου εξελίσσεται μια σημαντική προσπάθεια, που χρειάζεται όμως επιμονή. Ενίσχυση στο ΕΣΥ υπάρχει διαρκώς. Προσλήψεις σε υγειονομικούς γίνονται διαρκώς. Μονάδες αναβαθμίζονται. Όμως, η μεγάλη υστέρηση των υποδομών λόγω των μνημονίων, η επιλογή των επιστημόνων από τη χώρα μας να εργαστούν στο εξωτερικό όπου υπάρχουν καλύτερες και δύσκολα ανταγωνίσιμες από το ελληνικό Δημόσιο απολαβές και παθογένειες ετών δυσκολεύουν την κυβερνητική προσπάθεια.
Η Παιδεία επίσης πρέπει να προσεχθεί ιδιαίτερα στο πεδίο των πανεπιστημίων. Ο λαϊκός κόσμος απαιτεί ποιότητα, απαιτεί φύλαξη των δομών, απαιτεί ενίσχυση των σχολείων και αξιολόγηση των σχολικών μονάδων και των διδασκόντων. Νομοθετικά έχουμε κάνει βήματα. Τώρα ο πολίτης επιζητά άλματα.
Η ασφάλεια αποτέλεσε κεντρικό πυλώνα της ΝΔ.
Οι αστυνομικές επιχειρήσεις σε λαϊκές γειτονιές όπως το Ζεφύρι και το Μενίδι είναι πυκνές και παράγουν αποτέλεσμα. Οφείλουν ταυτόχρονα -ιδιαίτερα στο ζήτημα των Ρομά που προσωπικά έχω θίξει σε μεγάλη συχνότητα- να συνοδεύονται από κοινωνική παρέμβαση, ενίσχυση υποδομών ή δράσεις ένταξης και στήριξης. Και φυσικά θα πρέπει να ξαναζωντανέψει το αστυνομικό τμήμα της γειτονιάς. Το κύτταρο αυτό της ασφάλειας.
Η κυβερνητική πολιτική δεν μπορεί να αξιολογείται μόνο από τη σκοπιά των δεικτών ανάπτυξης ή των επενδυτικών deals. Πρέπει να αξιολογείται από το πώς επηρεάζει τον άνθρωπο της διπλανής πόρτας: τον συνταξιούχο στη Νίκαια, την καθαρίστρια στην Πετρούπολη, τον άνεργο στη Σταυρούπολη. Αφού λοιπόν ως Νέα Δημοκρατία θέλουμε αποδεδειγμένα να χτίσουμε πραγματικά μια σύγχρονη ευρωπαϊκή χώρα, δεν αρκεί να επενδύουμε μονάχα στο τουριστικό προϊόν ή στους αναγκαίους ψηφιακούς μετασχηματισμούς. Υπάρχει η Ελλάδα των startups, υπάρχει όμως και η Ελλάδα του Κερατσινίου. Η Ελλάδα του ντελιβερά που νιώθει μόνος και ζητά όραμα. Οφείλουμε να δούμε και τις λαϊκές περιοχές ως επίκεντρο της εθνικής προσπάθειας.
Γιατί χωρίς κοινωνική δικαιοσύνη η ανάπτυξη μένει κενό γράμμα.
του Δημήτρη Μαρκόπουλου
Βουλευτής Β’ Πειραιώς με τη ΝΔ
Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Political











