Με τον φορολογικό ανασχηματισμό συντελεστών, που ανακοινώθηκε στη ΔΕΘ από τον πρωθυπουργό για το 2026, ενισχύεται και ουσιαστικά η μεσαία τάξη.
Ποιοι είναι οι περισσότερο και οι λιγότερο ωφελούμενοι εξαρτάται από το πόσοι πληρώνουν φόρους, αφού το 20% των φορολογουμένων πληρώνει ετησίως το 80% των φόρων. Είναι θετικό ότι μειώνονται οριζόντια όλοι οι φορολογικοί συντελεστές για εισοδήματα από 10.000 έως 40.000 ευρώ σε κάθε κλιμάκιο δύο ποσοστιαίες μονάδες χωρίς τέκνα και συν δύο μονάδες για κάθε παιδί. Ενώ εισάγεται νέος μειωμένος συντελεστής 39%, δηλαδή 5 μονάδες χαμηλότερος από τον σημερινό, για εισοδήματα από 40.000 ευρώ έως 60.000 ευρώ. Με αυτόν τον τρόπο διορθώνεται μια στρέβλωση του παρελθόντος, καθώς με τα ενδιάμεσα κλιμάκια μέχρι τον ανώτατο συντελεστή το αποτέλεσμα ήταν να αδικούνται πολλοί που εργάζονται σκληρά και παράγουν.
Η ερώτηση ποια είναι τελικά η μεσαία τάξη στη χώρα μας, είναι αυτή που σήμερα χρήζει απάντησης, γιατί στην Ελλάδα ο όρος «μεσαία εισοδήματα» χρησιμοποιείται συχνά στη δημόσια συζήτηση, αλλά δεν έχει έναν απολύτως ξεκάθαρο και ομοιόμορφο ορισμό. Στην πράξη, βεβαίως, μπορούμε να την δούμε από τρεις οπτικές, τη στατιστική, κοινωνιολογική και οικονομική. Ξεκινώντας από τον οικονομικό ορισμό, η μεσαία τάξη συνδέεται κυρίως με το εισόδημα σε σχέση με τον μέσο ατομικό μισθό ή το συνολικό οικογενειακό εισόδημα. Σύμφωνα με τον ΟΟΣΑ και την Eurostat, η μεσαία τάξη δεν έχει το ίδιο μέγεθος και δύναμη σε όλες τις χώρες και γι’ αυτό σε ευρεία κλίμακα θεωρούνται τα νοικοκυριά που έχουν ισοδύναμο διαθέσιμο εισόδημα μεταξύ 75% και 200% του μέσου εισοδήματος της χώρας.
Στη πολιτική προσέγγιση του όρου, η μεσαία τάξη θεωρείται σημείο αναφοράς της κοινωνίας και της οικονομίας, γιατί στηρίζει την κατανάλωση, τη φορολογία και την κοινωνική σταθερότητα. Στην Ελλάδα, μετά την κρίση του 2009-2019, η μεσαία τάξη συρρικνώθηκε λόγω μείωσης εισοδημάτων, υψηλής φορολογίας και αύξησης ανισοτήτων. Στην κατανομή των νοικοκυριών στην Ελλάδα, στη χαμηλή τάξη βρίσκονται περίπου το 35%, στη μεσαία τάξη περίπου το 50% και την υψηλή περίπου το 15%. Συγκριτικά με την Ελλάδα, στις χώρες της Ευρωζώνης ο μέσος όρος της μεσαίας τάξης το 2025 βρίσκεται στο 60% και στις 27 χώρες της ΕΕ στο 58%. Σημειωτέον πως στη Βόρεια Ευρώπη στη μεσαία τάξη είναι οι υψηλά αμειβόμενοι μισθωτοί και στελέχη εταιρειών με σταθερή μεσαία εισοδηματική βάση.
Σήμερα, δύσκολα ξεχωρίζει κανείς τη χαμηλή από τη μεσαία τάξη. Επίσης πιστεύω πως, σύμφωνα με τη φορολογική και την καταναλωτική πίεση, οι μικρομεσαίοι είναι υπερφορολογημένοι, με αποτέλεσμα ένα μεγάλο ποσοστό του εισοδήματός τους να κατευθύνεται σε άμεσους και έμμεσους φόρους, περιορίζοντας την κατανάλωση. Σε πολλές χώρες της ΕΕ πράγματι υπάρχει υψηλή φορολογία, αλλά αντισταθμίζεται από ένα ισχυρό κράτος πρόνοιας στην Υγεία, την Παιδεία και τις κοινωνικές παροχές. Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία, η μεσαία τάξη και η μικρομεσαία επιχειρηματικότητα στην Ελλάδα είναι μικρότερη σε μέγεθος, φτωχότερη σε εισόδημα και με υψηλότερη φορολογική πίεση, σε σχέση με την Ευρωζώνη και την ΕΕ-«27», απαντώντας έτσι στο ερώτημα γιατί συνήθως χαρακτηρίζεται ως συρρικνωμένη η πρώτη και στριμωγμένη η δεύτερη. Σωστά λοιπόν, από το συνολικό δημοσιονομικό πακέτο, που φτάνει τα 1,76 δισ. ευρώ, οι ελαφρύνσεις καλύπτουν το 80% της μεσαίας τάξης στη χώρα μας.
Γράφει ο Βασίλης Κορκίδης
Πρόεδρος του ΕΒΕΠ