Η βραχυχρόνια μίσθωση δεν είναι πια ένα καινούργιο φαινόμενο. Είναι το φαινόμενο που αλλάζει τον κοινωνικό μικρόκοσμο και ενώ η τουριστική κίνηση ανεβαίνει, απουσιάζουν οι μόνιμοι κάτοικοι.
Κάποτε οι τουρίστες έμεναν σε ξενοδοχεία. Έψαχναν τον ρεσεψιονίστ, τον χάρτη της πόλης, τον μπουφέ του πρωινού. Σήμερα, κατεβάζουν έναν κωδικό από το διαμερίσματος στην Καστέλλα, στο Κουκάκι ή στα Εξάρχεια – διαμερίσματος που ίσως μέχρι πρόσφατα στέγαζε έναν φοιτητή ή μια οικογένεια.
Η βραχυχρόνια μίσθωση δεν είναι πια ένα καινούργιο φαινόμενο. Είναι όμως ένα φαινόμενο που αλλάζει τις γειτονιές. Και το κάνει αθόρυβα: ένα σπίτι κάθε φορά. Οι πίνακες τουριστικής κίνησης ανεβαίνουν,
οι δείκτες οικονομικής απόδοσης χαμογελούν – αλλά κάτι λείπει. Οι μόνιμοι κάτοικοι.
Τι έχει αλλάξει στις περιοχές που δέχονται τη μεγαλύτερη πίεση από τις πλατφόρμες τύπου Airbnb, πώς αντανακλάται αυτή η μεταβολή στην αγορά κατοικίας, αλλά και ποιες είναι οι κοινωνικές συνέπειες για
όσους συνεχίζουν να ζουν εκεί, απλώς… όχι ως επισκέπτες;
Η γεωγραφία των ακινήτων
Τα στοιχεία μιλούν ξεκάθαρα: Ο αριθμός των ακινήτων που διατίθενται για βραχυχρόνια μίσθωση στην Αθήνα έχει αυξηθεί εντυπωσιακά τα τελευταία χρόνια, με τις περιοχές γύρω από το ιστορικό κέντρο να βρίσκονται στην πρώτη γραμμή. Σύμφωνα με τα πιο πρόσφατα δεδομένα από την πλατφόρμα Inside Airbnb και την AirDNA, στο
Κουκάκι, για παράδειγμα, ένα στα τρία διαμερίσματα αφορά πλέον τουριστική μίσθωση. Στα Εξάρχεια, ο ρυθμός αύξησης των ενεργών καταχωρίσεων ξεπέρασε το 40% σε σχέση με το 2021, ενώ στην Καστέλλα και στο ευρύτερο παραλιακό μέτωπο, η αύξηση σχετίζεται άμεσα με την αναβάθμιση του τουριστικού brand της περιοχής.
Η συντριπτική πλειονότητα των ακινήτων είναι ολόκληρες κατοικίες και όχι δωμάτια φιλοξενίας. Αυτό σημαίνει πως πρόκειται για διαμερίσματα που αφαιρούνται εξ ολοκλήρου από την αγορά μακροχρόνιας μίσθωσης. Η μετατροπή τους σε τουριστικά καταλύματα δεν περιορίζει απλώς την προσφορά, αλλά ανεβάζει και τις τιμές, καθώς τα ενοίκια σε γειτονιές με έντονη παρουσία Airbnb εμφανίζουν αύξηση έως και 35% μέσα σε μία τριετία, σύμφωνα με στοιχεία του Πανελλαδικού Δικτύου Ε-Real Estates.
Περιοχές όπως το Κουκάκι, που μέχρι και τη δεκαετία του 2000 θεωρούνταν ήσυχες συνοικίες με μόνιμους κατοίκους και φοιτητές, έχουν αποκτήσει πλέον «διπλή ταυτότητα»: Το πρωί λειτουργούν σαν τουριστικές ζώνες, ενώ το βράδυ μοιάζουν με ξενοδοχειακά clusters.
Οι αριθμοί δεν είναι απλώς στατιστικά. Είναι αποδείξεις μιας σιωπηλής αλλαγής. Όταν η διαθέσιμη προσφορά στέγασης περιορίζεται δραστικά, η έννοια της κατοικίας επαναπροσδιορίζεται – όχι ως κοινωνικό αγαθό, αλλά ως μέσο αποδοτικότητας.
Απρόσωπο περιβάλλον
Η εξάπλωση της βραχυχρόνιας μίσθωσης σε περιοχές της Αθήνας δεν αλλάζει μόνο τους αριθμούς στην αγορά κατοικίας. Αλλάζει και κάτι λιγότερο ορατό, αλλά εξίσου ουσιαστικό: την αίσθηση του ανήκειν.
Εκεί όπου η καθημερινότητα ήταν δομημένη γύρω από σταθερές ανθρώπινες σχέσεις, δημιουργείται ένα νέο περιβάλλον, πιο κινητικό, πιο απρόσωπο.
Η εναλλαγή ενοίκων σε επίπεδο εβδομάδας ή και ημερών δημιουργεί κλίμα προσωρινότητας στις πολυκατοικίες. Οι μόνιμοι κάτοικοι αναφέρουν συχνά ότι η επαφή με τους γείτονες έχει περιοριστεί, καθώς δεν γνωρίζουν πλέον ποιος μένει στο διπλανό διαμέρισμα, ή και για πόσο. Αυτό
δεν επηρεάζει μόνο την αίσθηση ασφάλειας, αλλά και τη λειτουργικότητα της καθημερινής ζωής σε μια πολυκατοικία, από τις
συνελεύσεις έως τις απλές συνεννοήσεις.
Σε ορισμένες περιοχές με υψηλή συγκέντρωση καταλυμάτων βραχυχρόνιας μίσθωσης, όπως το Κουκάκι και η Καστέλλα, παρατηρείται σταδιακή αποδυνάμωση του τοπικού χαρακτήρα: λιγότερα σταθερά νοικοκυριά, αλλαγή χρήσεων σε ισόγεια καταστήματα και αυξημένη εμπορευματοποίηση του χώρου. Τα σημάδια δεν είναι θεαματικά ούτε θεατρικά. Είναι όμως αισθητά – ειδικά για εκείνους που ζουν χρόνια στις ίδιες πολυκατοικίες και βλέπουν τον ρυθμό ζωής γύρω τους να αλλάζει.
Η αίσθηση μιας γειτονιάς δεν είναι κάτι μετρήσιμο. Όμως η απουσία της, με τον καιρό, αφήνει πίσω της μια καθημερινότητα διαφορετική: λιγότερες κοινωνικές σχέσεις, περισσότερη απομόνωση και μεγαλύτερη δυσκολία στο να «χτίζεται» μια κοινότητα με διάρκεια.
Τι προβλέπει η νομοθεσία
Η άνοδος της βραχυχρόνιας μίσθωσης, πέρα από κοινωνικό και οικονομικό φαινόμενο, έχει πλέον αποκτήσει και θεσμική διάσταση. Στην Ελλάδα, το νομικό πλαίσιο που ρυθμίζει τη συγκεκριμένη αγορά έχει σταδιακά ενισχυθεί, επιχειρώντας να βρει ισορροπία ανάμεσα στη στήριξη της μικρής ιδιοκτησίας και την ανάγκη οριοθέτησης της υπερσυγκέντρωσης τουριστικών καταλυμάτων σε ορισμένες περιοχές.
Σύμφωνα με τη σχετική νομοθεσία, η βραχυχρόνια μίσθωση επιτρέπεται για φυσικά πρόσωπα, με υποχρεωτική καταγραφή στην ηλεκτρονική πλατφόρμα της ΑΑΔΕ και με φορολόγηση των εσόδων. Τα τελευταία χρόνια έχουν τεθεί περιορισμοί ανά περιοχή – όπως η πρόβλεψη για ανώτατο αριθμό ακινήτων ανά ΑΦΜ και μέγιστο διάστημα μίσθωσης ανά έτος, με στόχο να αποτραπεί η εκτεταμένη εμπορική εκμετάλλευση.
Παράλληλα, έχουν ενταθεί οι έλεγχοι διασταύρωσης μέσω ψηφιακών εργαλείων, ενώ υπάρχει συζήτηση για περαιτέρω ρύθμιση σε περιοχές με υψηλή πληθυσμιακή πίεση, ώστε να μη θίγεται η διαθεσιμότητα κατοικίας για μακροχρόνια μίσθωση. Δεν είναι τυχαίο ότι αρκετοί δήμοι σε συνεργασία με το υπουργείο Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών εξετάζουν ήδη το ενδεχόμενο περιορισμών σε συγκεκριμένες γειτονιές.
Ο Κυριάκος Μητσοτάκης έχει προβεί σε αρκετές δηλώσεις σχετικά με τη βραχυχρόνια μίσθωση, επισημαίνοντας την ανάγκη για ισορροπία μεταξύ της οικονομικής δραστηριότητας και της προστασίας της στέγασης για τους μόνιμους κατοίκους. Κατά την ομιλία του στη Διεθνή Έκθεση Θεσσαλονίκης τον Σεπτέμβριο του 2024, ανέφερε: «Δεν δαιμονοποιούμε τη δραστηριότητα των βραχυχρόνιων μισθώσεων, η οποία προσφέρει τόσο στους ιδιοκτήτες όσο και στο Δημόσιο σημαντικά έσοδα. Αλλά πρέπει να υπάρξει ένα καθαρό πλαίσιο γύρω
από αυτήν, ώστε το δικαίωμα στο κέρδος του ενός να μην εμποδίζει το δικαίωμα στη στέγη του άλλου». Επιπλέον, ανακοίνωσε την απαγόρευση έκδοσης νέων αδειών για βραχυχρόνιες μισθώσεις σε τρία κεντρικά
διαμερίσματα της Αθήνας για τουλάχιστον έναν χρόνο, με στόχο την αντιμετώπιση της στεγαστικής πίεσης.
Αυτές οι δηλώσεις αντικατοπτρίζουν την προσέγγιση της κυβέρνησης για την εξισορρόπηση των συμφερόντων των ιδιοκτητών και των αναγκών των μόνιμων κατοίκων, χωρίς να δαιμονοποιείται η επιχειρηματική δραστηριότητα.
Όταν βάζουν «όρια»
Η εξάπλωση της βραχυχρόνιας μίσθωσης δεν συναντά παντού αποδοχή. Σε αρκετές πολυκατοικίες -κυρίως στις περιοχές του κέντρου της Αθήνας- η συζήτηση για το αν θα επιτραπεί ή όχι η παρουσία Airbnb έχει φέρει αντιπαραθέσεις ανάμεσα σε ιδιοκτήτες και ενοίκους.
Αν και δεν υπάρχει ενιαία νομοθετική πρόβλεψη που να επιτρέπει στις γενικές συνελεύσεις να απαγορεύσουν απόλυτα τη βραχυχρόνια μίσθωση, σε αρκετές περιπτώσεις οι πολυκατοικίες τροποποιούν τον κανονισμό τους, επικαλούμενες θέματα ασφάλειας, καθαριότητας ή ηχορύπανσης. Οι επιφυλάξεις εστιάζονται κυρίως στην
απουσία σταθερών ενοίκων και στη συχνή εναλλαγή επισκεπτών, κάτι που -όπως αναφέρουν αρκετοί κάτοικοι- μειώνει το αίσθημα ελέγχου και εμπιστοσύνης στον κοινόχρηστο χώρο.
Η παρουσία άγνωστων ατόμων στους διαδρόμους και στις εισόδους, η χρήση των ανελκυστήρων από βαλίτσες και delivery υπηρεσίες, ακόμη και περιστατικά φθορών ή παραβίασης ωραρίων κοινής ησυχίας, έχουν καταγραφεί ως λόγοι για να ζητηθεί περιορισμός ή απαγόρευση των Airbnb μέσα σε συγκεκριμένα κτίρια.
Σε ορισμένες περιπτώσεις, μάλιστα, έχει αναφερθεί ότι οι επισκέπτες έμπαιναν στο κτίριο χωρίς να συνοδεύονται από τους ιδιοκτήτες ή να έχουν σωστές οδηγίες, κάτι που γεννά ερωτήματα για τη διαχείριση της πρόσβασης και την ευθύνη σε περίπτωση ζημιάς ή επεισοδίου.
Τι γίνεται στις μεγάλες ευρωπαϊκές πόλεις
Η ραγδαία αύξηση των βραχυχρόνιων μισθώσεων έχει οδηγήσει πολλές ευρωπαϊκές πόλεις να θεσπίσουν περιορισμούς, με στόχο την προστασία της κατοικίας και την αποφυγή του υπερτουρισμού.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η Βαρκελώνη. Η πόλη ανακοίνωσε σχέδιο για την κατάργηση όλων των αδειών βραχυχρόνιας μίσθωσης έως το 2028, σε μια προσπάθεια να αντιμετωπίσει την κρίση στέγασης και την αύξηση των ενοικίων. Την ίδια ώρα, στο Άμστερνταμ από το 2019, εφαρμόζεται όριο 30 ημερών ετησίως για τη βραχυχρόνια μίσθωση ανά ακίνητο, με στόχο τον περιορισμό της τουριστικής πίεσης σε ορισμένες περιοχές.
Στο Παρίσι, οι ιδιοκτήτες μπορούν να νοικιάζουν την κύρια κατοικία τους για έως 120 ημέρες τον χρόνο, ενώ απαιτείται εγγραφή στο δημαρχείο και συμμόρφωση με συγκεκριμένους κανονισμούς. Το Βερολίνο επέβαλε όριο 90 ημερών ετησίως για τη βραχυχρόνια μίσθωση, με στόχο την προστασία της αγοράς κατοικίας και την αποφυγή της μετατροπής κατοικιών σε τουριστικά καταλύματα.
Αυτά τα μέτρα αποσκοπούν στη διατήρηση της ισορροπίας μεταξύ τουριστικής ανάπτυξης και διαθεσιμότητας κατοικιών για τους μόνιμους κατοίκους, αντανακλώντας τις προσπάθειες των πόλεων να αντιμετωπίσουν τις προκλήσεις που προκύπτουν από την εξάπλωση των βραχυχρόνιων μισθώσεων.
Η Αθήνα βρίσκεται σε ένα σταυροδρόμι. Διαθέτει τον τουριστικό χαρακτήρα, διαθέτει και τις κοινωνίες των κατοίκων της. Το στοίχημα είναι να μη χαθεί η ισορροπία ανάμεσα στους δύο κόσμους. Ούτε υπερτουρισμός, ούτε ασφυξία. Ούτε εμπορευματοποίηση των πάντων, ούτε δαιμονοποίηση της φιλοξενίας. Κάπου ενδιάμεσα – εκεί όπου υπάρχει και χώρος για τον επισκέπτη και για τον μόνιμο. Αυτό που διακυβεύεται, τελικά, δεν είναι μόνο οι τιμές των ενοικίων ή οι αριθμοί στις πλατφόρμες. Είναι η μορφή της πόλης. Και μαζί, η ποιότητα της καθημερινής ζωής σε αυτήν.
Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «ΠΑΡΑΣΚΗΝΙΟ»