Ο Μίνι, Ιρλανδός μετανάστης στο Λονδίνο, αναζητούσε έναν τρόπο να ξεχωρίσει. Δουλεύοντας σε έργα υποδομής και παλεύοντας με τα πενιχρά του εισοδήματα, αποφάσισε να δοκιμάσει κάτι που τότε προκαλούσε τεράστια δημοσιότητα: να μείνει θαμμένος ζωντανός κάτω από το έδαφος περισσότερες ημέρες από οποιονδήποτε άλλο.
Στις 21 Φεβρουαρίου 1968, χιλιάδες άνθρωποι συγκεντρώθηκαν στο Κίλμπερν, επίκεντρο της ιρλανδικής κοινότητας του Λονδίνου, για να παρακολουθήσουν την πομπή που μετέφερε το φέρετρο στο εργοτάξιο. Με έναν μικρό σωλήνα για αέρα και ένα άνοιγμα για τροφή και νερό, ο Μίνι έθεσε στόχο να μείνει 61 ημέρες θαμμένος.
Τις πρώτες μέρες η δημοσιότητα ήταν τεράστια. Ο τολμηρός εργάτης έδινε μάλιστα ζωντανές τηλεοπτικές συνεντεύξεις μέσω τηλεφώνου μέσα από το φέρετρο. Όσο όμως οι διεθνείς εξελίξεις –όπως ο πόλεμος του Βιετνάμ και η δολοφονία του Μάρτιν Λούθερ Κινγκ– κυριαρχούσαν στην επικαιρότητα, το ενδιαφέρον για το εγχείρημά του άρχισε να μειώνεται.
Παρά τις δυσκολίες, ο Μίνι βγήκε από το έδαφος στις 22 Απριλίου 1968, αποθεωμένος από το πλήθος. «Θα μπορούσα να κάνω άλλα εκατό», δήλωσε φορώντας μαύρα γυαλιά για να προστατευτεί από το φως έπειτα από δύο μήνες στο σκοτάδι.
Ωστόσο, η πραγματικότητα αποδείχθηκε σκληρή. Ο διοργανωτής του εγχειρήματος, Μάικλ “Butty” Sugrue, φέρεται να τον εξαπάτησε οικονομικά. Όπως αναφέρει η κόρη του, ο πατέρας της επέστρεψε στην Ιρλανδία χωρίς «ούτε τα λεφτά για ένα μπουκάλι γάλα».
Το επίτευγμα του Μίνι δεν αναγνωρίστηκε ποτέ από το βιβλίο Γκίνες, ενώ άλλοι «burial artists» αμφισβήτησαν τη διάρκεια του θαψίματός του. Ο ίδιος ακολούθησε μια ήσυχη ζωή, εργαζόμενος στον Δήμο του Κορκ έως τον θάνατό του το 2003.
Το νέο ντοκιμαντέρ Beo Faoin bhFód φωτίζει την ανθρώπινη πλευρά αυτής της απίθανης ιστορίας. Η κόρη του, Μέρι Μίνι, τον θυμάται ως έναν απλό εργάτη που «ήθελε να ζήσει κάτι το εξαιρετικό». «Εκείνη η στιγμή τον έκανε να νιώσει ότι ήταν κάποιος», λέει συγκινημένη.













