Η ματαίωση της συνάντησης των ηγετών Ελλάδας και Τουρκίας προκάλεσε ευλόγως έντονες συζητήσεις, πυροδοτώντας σειρά σεναρίων. Και ήταν απολύτως λογικό να ξεδιπλωθεί σταδιακά μια συζήτηση περί προσχηματικής κίνησης, με την Άγκυρα να προβάλλει ισχύ έναντι της Αθήνας.
Ανεξαρτήτως της πραγματικής αιτίας, το πρώτο δεδομένο είναι ότι πρόκειται για διπλωματική απρέπεια από την πλευρά της Τουρκίας, σε ανώτατο μάλιστα επίπεδο, η οποία θα μπορούσε να οδηγήσει σε περαιτέρω ψύχρανση των διμερών σχέσεων.
Το ερώτημα, βέβαια, τώρα είναι αν η συνάντηση των δύο ηγετών θα ήταν απλώς εθιμοτυπική και μια ακόμα ευκαιρία για τις δύο χώρες να επιβεβαιώσουν ότι συνομιλούν παρά τα προβλήματα ή τελικά θα ακολουθούνταν η βαριά ατζέντα που έχει διαμορφωθεί τους τελευταίους μήνες, καθώς οι δομικές διαφορές των δύο πλευρών είναι ξανά στην επιφάνεια; Όλα συνέτειναν στο πρώτο, τόσο λόγω των φορτωμένων προγραμμάτων των κ.κ. Μητσοτάκη – Ερντογάν και της εκ των πραγμάτων περιορισμένης διάρκειας του τετ α τετ, όσο κυρίως εξαιτίας της έντασης που επικρατεί στις ελληνοτουρκικές σχέσεις και στις εκατέρωθεν δημόσιες δηλώσεις.
Βέβαια, ο Έλληνας πρωθυπουργός είχε δημοσίως δεσμευτεί ότι θα θέσει ζήτημα άρσης του casus belli, συνδέοντάς το μάλιστα με τη συμμετοχή της Τουρκίας στο εγχείρημα της ευρωπαϊκής αμυντικής αυτονομίας. Ο δε Τούρκος πρόεδρος ήταν εντόνως ενοχλημένος με τη στάση Ελλάδας και Κύπρου στο εν λόγω ζήτημα, ενώ η Άγκυρα εμφανίζεται εκνευρισμένη μετά τις ελληνικές πρωτοβουλίες στο Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο, και δη την επίσημη έκφραση ενδιαφέροντος της αμερικανικής Chevron για έρευνες στα νότια της Κρήτης.
Πάντως, παρότι η Αθήνα επιχείρησε να διασκεδάσει τις εντυπώσεις υποστηρίζοντας ότι οι δύο ηγέτες θα έχουν την ευκαιρία να συναντηθούν στο εγγύς μέλλον, αυτό που μένει τώρα να αποδειχθεί είναι αν πράγματι οι δύο χώρες παραμένουν προσηλωμένες στον διάλογο και οι δίαυλοι λειτουργούν και δύνανται να αποτρέπουν κρίσεις.
του Φώτη Σιούμπουρα