Το Μικτό Ορκωτό Εφετείο επιβεβαίωσε την πρωτόδικη απόφαση, κρίνοντάς τους ενόχους για σειρά βαριών αδικημάτων
Ένοχοι και σε δεύτερο βαθμό κρίθηκαν οι γονείς από τη Λέρο, ηλικίας 57 και 52 ετών, οι οποίοι κατηγορούνταν για σεξουαλική κακοποίηση των τριών παιδιών τους.
Το Μικτό Ορκωτό Εφετείο επιβεβαίωσε την πρωτόδικη απόφαση, κρίνοντάς τους ενόχους για σειρά βαριών αδικημάτων, μεταξύ των οποίων αποπλάνηση ανηλίκων κάτω των 12 και 14 ετών, τετελεσμένη και σε απόπειρα, κατά μόνας και από κοινού, κατά συρροή και κατ’ εξακολούθηση. Επιπλέον, κρίθηκαν ένοχοι για κατάχρηση σε ασέλγεια, ασέλγεια μεταξύ συγγενών και συνέργεια στις παραπάνω πράξεις.
Σύμφωνα με τη dimokratiki.gr, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο είχε αναγνωρίσει στη μητέρα το ελαφρυντικό του πρότερου σύννομου βίου, όχι όμως και στον πατέρα. Το Εφετείο δεν έκανε δεκτά νέα ελαφρυντικά και διατήρησε τις ποινές που είχαν επιβληθεί πρωτοδίκως. Έτσι, ο 57χρονος καταδικάστηκε σε κάθειρξη 24 ετών (εκτιτέα τα 20), ενώ η 52χρονη σε 13 έτη (εκτιτέα τα 8).
Η υπόθεση
Οι δύο κατηγορούμενοι, ένα ζευγάρι που ζει στην Πλάκα της Λέρου μαζί με τα τρία παιδιά τους – δύο ανήλικα και έναν ενήλικο γιο με ψυχιατρική διαταραχή και νοητική υστέρηση – βρίσκονται αντιμέτωποι με βαριές κατηγορίες για κακοποίηση μέσα στο ίδιο τους το σπίτι.
Σύμφωνα με το κατηγορητήριο, ο πατέρας φέρεται, μέσα στο διάστημα από τον Ιανουάριο του 2015 έως τον Μάιο του 2018, να προέβη επανειλημμένα σε ασελγείς πράξεις εις βάρος της ανήλικης κόρης του, σε διαφορετικές χρονικές στιγμές και με ποικίλες μορφές προσβολής. Σε ένα από τα περιστατικά, κατά το έτος 2017, φέρεται να αποπειράθηκε να τη βιάσει, χωρίς να το καταφέρει, καθώς η ανήλικη αντέδρασε και απομακρύνθηκε.
Όπως προέκυψε από την έρευνα, σε ασελγείς πράξεις εις βάρος της κόρης συμμετείχε, σε τουλάχιστον μία περίπτωση, και η μητέρα. Σύμφωνα με τη δικογραφία, η γυναίκα ενήργησε υπό τις εντολές και καθοδήγηση του συζύγου της, προβαίνοντας και η ίδια σε πράξεις γενετήσιας προσβολής εις βάρος του παιδιού.
Ο πατέρας κατηγορείται ακόμη ότι, κατά το ίδιο χρονικό διάστημα, επιχείρησε να ασελγήσει και εις βάρος του ανήλικου γιου του, ενώ φέρεται να είχε παρόμοια συμπεριφορά και προς τον ενήλικο γιο του, ο οποίος, λόγω της ψυχικής του κατάστασης, ήταν ανήμπορος να αντιδράσει. Η μητέρα, σύμφωνα με το κατηγορητήριο, συμμετείχε σε τουλάχιστον μία από αυτές τις πράξεις.
Κατά την προανάκριση, ο πατέρας ομολόγησε τα περιστατικά, δίνοντας μάλιστα λεπτομέρειες που, όπως σημειώνεται στο βούλευμα, «δεν θα μπορούσαν να είχαν υποδειχθεί από τους αστυνομικούς». Αργότερα, ωστόσο, ενώπιον της ανακρίτριας, ανακάλεσε εν μέρει την ομολογία του, υποστηρίζοντας ότι είχε πιεστεί. Το Δικαστήριο, εξετάζοντας το περιεχόμενο των απολογιών και τις ψυχιατρικές πραγματογνωμοσύνες, έκρινε ότι τα λεγόμενά του στην προανάκριση έγιναν με αυθορμησία και όχι υπό πίεση.
Η μητέρα, από την πλευρά της, αρχικά παραδέχθηκε την εμπλοκή της, αλλά αργότερα αρνήθηκε μέρος των πράξεων, υποστηρίζοντας πως ενήργησε υπό τον φόβο του συζύγου της. Ο ισχυρισμός της αυτός δεν κρίθηκε πειστικός, καθώς, όπως επισημαίνεται στη δικογραφία, σε τουλάχιστον ένα περιστατικό ο σύζυγος δεν ήταν παρών.
Κατά τη διάρκεια της ακροαματικής διαδικασίας, ο πατέρας αρνήθηκε εκ νέου τα πάντα, λέγοντας πως η αρχική του ομολογία ήταν αποτέλεσμα αστυνομικής βίας, ενώ προσπάθησε να δικαιολογήσει ορισμένα περιστατικά ως «ιατρική καθοδήγηση» για το παιδί του. Η μητέρα, από την άλλη, παραδέχθηκε μία μόνο πράξη σε βάρος της κόρης της, επαναλαμβάνοντας ότι βρισκόταν υπό ψυχολογική πίεση.












