Το ενδιαφέρον των ΗΠΑ να επενδύσουν μετά τα ναυπηγεία και στις λιμενικές δυνατότητες της Ελευσίνας ήταν αναμενόμενο. Μετά μάλιστα τις πρόσφατες ενεργειακές συμφωνίες με τη χώρα μας, οι επενδύσεις μέσω της αμερικανικής επενδυτικής τράπεζας DFC και της ελληνικής ΟΝΕΧ είναι μια στρατηγική κίνηση με προστιθέμενη αξία και με αμοιβαίο όφελος.
του Βασίλη Κορκίδη Πρόεδρος ΕΒΕΠ
Η επενδυτική επιλογή των ΗΠΑ στην Ελευσίνα ενισχύει την ενεργειακή ασφάλεια της χώρας μας και βασίζεται σε δύο λόγους. Πρώτον, στη δυνατότητα γειτνίασης με το υπό κινεζική διαχείριση λιμάνι του Πειραιά, που καθιστά την περιοχή κόμβο μεγάλης γεωπολιτικής σημασίας και δεύτερον, στην αξιοποίηση του κόλπου της Ελευσίνας που περιλαμβάνει τα δύο μεγάλα ναυπηγεία της χώρας, καθώς και τα σημαντικά ελληνικά διυλιστήρια. Παράλληλα, η επένδυση βοηθά στη δημιουργία του νέου εμπορευματικού κέντρου στην περιοχή, όπου μάλιστα προβλέπεται η σιδηροδρομική σύνδεση του Πειραιά και των ναυπηγείων Ελευσίνας με το Θριάσιο Πεδίο.
Η ανησυχία της κινεζικής πρεσβείας με δημόσιες ανακοινώσεις για το λιμάνι του Πειραιά θεωρώ πως είναι υπερβολική, αφού σύμφωνα με τους όρους παραχώρησης το ελληνικό κράτος ήταν πολύ γενναιόδωρο με τους επενδυτές και μάλιστα τηρεί απαρέγκλιτα τη συμφωνία. Επίσης η Ελλάδα εκτίμησε το γεγονός πως η Κίνα εκδήλωσε επενδυτικό ενδιαφέρον σε μια περίοδο που η χώρα μας περνούσε μια μεγάλη οικονομική κρίση και που τίποτα δεν ήταν δεδομένο. Άρα δεν υπάρχει θέμα με την επιτυχημένη και κερδοφόρα επένδυση της Cosco στο λιμάνι του Πειραιά, που θεωρείται η ναυαρχίδα των λιμανιών που ελέγχει στην Ευρώπη. Αξίζει να αναφερθεί πως πράγματι η Cosco ανέδειξε το λιμάνι του Πειραιά στην πρώτη θέση στη Μεσόγειο και στην τέταρτη στην Ευρώπη, παρά τις πολλαπλές αλλαγές του master plan και παρά το γεγονός πως πολλές προαιρετικές επενδύσεις της αρχικής συμφωνίας δεν πραγματοποιήθηκαν.
Πιστεύω πως μια επένδυση για ανάπτυξη των λιμενικών δραστηριοτήτων στην Ελευσίνα δεν θα λειτουργήσει ανταγωνιστικά αλλά συμπληρωματικά στον Πειραιά. Άλλωστε άλλα εμπορεύματα και λιμενικές υπηρεσίες διαχειρίζεται το λιμάνι του Πειραιά με ετήσια έσοδα 235 εκατ. ευρώ και άλλα η Ελευσίνα με έσοδα μόλις 5 εκατ. ευρώ. Επίσης ο ΟΛΠ, εκτός από τον σταθμό εμπορευματοκιβωτίων, παρέχει υπηρεσίες κρουαζιέρας, ακτοπλοΐας, διακίνησης αυτοκινήτων και ναυπηγοεπισκευής. Αντίστοιχα ο ΟΛΕ διαχειρίζεται κατά κύριο λόγο μόνο χύδην ξηρά και υγρά φορτία. Είναι λοιπόν επιβεβλημένο να αξιοποιηθούν οι οικονομικές δυνατότητες της Ελευσίνας για λιμενικές, μεταφορικές, διαμετακομιστικές και ενεργειακές δραστηριότητες.
Αναφορικά με τη σχετική νομοθετική ρύθμιση του υπουργείου Ανάπτυξης, πιστεύω πως η κυβέρνηση κάνει πράξη μια εθνική στρατηγική προς όφελος της ελληνικής οικονομίας, της τοπικής κοινωνίας, των εργαζομένων και της ανάπτυξης της χώρας μας. Αυτό που πρέπει να μας ενδιαφέρει είναι το εθνικό μας συμφέρον με επενδύσεις προστιθέμενης αξίας, που ταυτόχρονα θα ενισχύσουν τις ελληνικές επιχειρήσεις. Απόδειξη είναι πως μέσα σε τρία χρόνια οι επενδύσεις στα ναυπηγεία Ελευσίνας και Σκαραμαγκά είχαν ως αποτέλεσμα να δημιουργήσουν νέα δεδομένα με χιλιάδες θέσεις εργασίας και δίνοντας νέα προοπτική στην ελληνική ναυπηγική βιομηχανία.
Το να αξιοποιηθεί λοιπόν περαιτέρω η οικονομική δραστηριότητα στον Κόλπο της Ελευσίνας, στην περιοχή των ναυπηγείων και του Θριάσιου μόνο οφέλη μπορεί να προσφέρει.
Αναφορικά με τη λεγόμενη «ναυμαχία του Πειραιά» μεταξύ ΗΠΑ και Κίνας, πιστεύω πως τελικά θα εξελιχθεί σε μια «επενδυτική συμμαχία» και μια μεγάλη συμφωνία για την Ελλάδα. Ο παράγοντας «ελληνική ναυτιλία», με τα 5.700 ελληνόκτητα ποντοπόρα πλοία και με το άνω του 20% του παγκόσμιου στόλου, διαχρονικά ενώνει τα οικονομικά συμφέροντα πολλών χωρών μεταφέροντας τα αγαθά τους σε όλο τον κόσμο.
Το γεγονός πως άλλος ένας παγκόσμιος παίκτης στη μεταφορά πετρελαίου και φυσικού αερίου όπως οι ΗΠΑ θέλουν να επενδύσουν ενεργειακά στην Ελλάδα, όπως έκανε η Κίνα ως ένας άλλος παγκόσμιος παίκτης στη θαλάσσια μεταφορά εμπορευματοκιβωτίων, πιστοποιεί πως είμαστε ένα σημαντικό σημείο συνάντησης. Οι συγκεκριμένες επενδυτικές κινήσεις στην Ελευσίνα είναι σημαντικές και καθιστούν την Ελλάδα ισχυρό γεωοικονομικό κέντρο.











