Συμπληρώνονται εφέτος (2025) 112 χρόνια από την επίσημη και οριστική ενσωμάτωση της Κρήτης στην Ελλάδα με την έπαρση της ελληνικής σημαίας, την 1η Δεκεμβρίου 1913, στο Φρούριο Φιρκά των Χανίων. Και γράφω επίσημη, γιατί στις 24 Σεπτεμβρίου 1908, ο τότε πρωθυπουργός της Κρητικής Πολιτείας Γεώργιος Ι. Παπαμαστοράκης είχε κηρύξει την ανεξαρτησία και την Ένωση, αλλά μόνο κατ’ επίφαση.
Η εξαιρετικά προνομιακή θέση τής Κρήτης, τα μεγάλα λιμάνια, οι πλουτοπαραγωγικές της πηγές και η ποικιλία των προϊόντων της υπήρξαν μόνιμη και ερεθιστική πρόκληση και ανέκαθεν «το μήλον της έριδος» λαών και δυνάμεων για την κατοχή της: Φοίνικες, Αχαιοί, Δωριείς, Σαρακηνοί, Άραβες, Ρωμαίοι, Βενετοί, Τούρκοι, Αιγύπτιοι, Γερμανοί, Ιταλοί κ.ά.
Ο πολυαίμακτος δεκαετής αγώνας των Κρητών κατά την Επανάσταση του 1821 τελείωσε χωρίς δικαίωση. Το πρωτόκολλο της 22ας Ιανουαρίου 1830 άφησε την Κρήτη έξω από τα όρια του νεοσύστατου Ελληνικού Κράτους και στην απόλυτη δικαιοδοσία του σουλτάνου.
Ακολούθησαν επαναστάσεις, σφαγές, λεηλασίες, ολοκαυτώματα επικηρύξεις των αρχηγών, με αποτέλεσμα να αποδιοργανωθεί ο αγώνας χωρίς ουσιαστικό αποτέλεσμα. Οι θυσίες σε έμψυχο και άψυχο υλικό υπήρξαν ανυπολόγιστες. Αναφέρω ενδεικτικά το Ολοκαύτωμα της Ιεράς Μονής Αρκαδίου Ρεθύμνου, 9 Νοε. 1866, όπου είχαν καταφύγει 325 άνδρες και 600 γυναικόπαιδα.
Όταν πλέον διαφάνηκε ότι οι Μεγάλες Δυνάμεις (Αγγλία, Γαλλία, Ιταλία και Ρωσία) απέβλεπαν στη διεθνή κατοχή της Κρήτης, η ελληνική κυβέρνηση έστειλε τον συνταγματάρχη Τιμολέοντα Βάσσο στην 1η Φεβρουαρίου 1897 με 1.500 άνδρες να καταλάβει την Κρήτη και να κηρύξει την ένωση με την Ελλάδα. Η επανάσταση πήρε μεγάλες διαστάσεις και σκληρές μάχες διεξήχθησαν σε όλη την Κρήτη. Μπροστά στις νέες εξελίξεις και τη σθεναρή αντίσταση του κρητικού λαού οι Μεγάλες Δυνάμεις πρότειναν την αυτονομία. Ευτυχώς, είχε γίνει το πρώτο αποδεκτό βήμα της ΑΥΤΟΝΟΜΙΑΣ ΤΗΣ ΚΡΗΤΗΣ και άνοιγε πολύ ο προθάλαμος για την πολυπόθητη ΕΝΩΣΗ.
Στις 2 Νοεμβρίου 1898 και ο τελευταίος Τούρκος στρατιώτης εγκατέλειπε οριστικά την Κρήτη και έναν μήνα, αργότερα στις 9 Δεκεμβρίου 1898, ο ύπατος αρμοστής πρίγκιπας Γεώργιος αποβιβάστηκε στη Σούδα και η Κρητική Πολιτεία γίνεται πραγματικότητα. Οι Μεγάλες Δυνάμεις θέτουν υπό την προστασία τους την Κρήτη, μοιράζοντάς την ως ακολούθως: οι Ιταλοί παίρνουν τα Χανιά, οι Ρώσοι το Ρέθυμνο, οι Άγγλοι το Ηράκλειο και οι Γάλλοι το Λασίθι. H διάρκεια της Κρητικής Πολιτείας ήταν περίπου 15 χρόνια, από τις 9 Δεκεμβρίου 1898 μέχρι την 1η Δεκεμβρίου 1913, χωρίς όμως να έχει ουσιαστική εθνική κυριαρχία και ελευθερία εξαιτίας της παρουσίας των μεγάλων ευρωπαϊκών δυνάμεων.
Στις 24 Σεπτεμβρίου 1908 η κυβέρνηση της Κρητικής Πολιτείας με πρωθυπουργό τον Γεώργιο Ι. Παπαμαστοράκη, δικηγόρο, από την Άνω Βιάννο Ηρακλείου, εξέδωσε ψήφισμα το οποίο μεταξύ των άλλων έγραφε: «Η ΚΥΒΕΡΝΗΣΗ ΤΗΣ ΚΡΗΤΗΣ… κηρύσσει την ανεξαρτησίαν της Κρήτης και την ένωσιν μετά της Ελλάδος…».
Με την έναρξη των Βαλκανικών Πολέμων, 5 Οκτωβρίου 1912, και με τις πρώτες νίκες των ελληνικών όπλων και πρωθυπουργό τον Ελευθέριο Βενιζέλο οι πόρτες του ελληνικού κοινοβουλίου άνοιξαν διάπλατα και υποδέχθηκαν θριαμβευτικά τους Κρήτες βουλευτές.
Στις 11 Οκτωβρίου 1912 ο Στέφανος Δραγούμης διορίστηκε γενικός διοικητής Κρήτης.
Με την πράξη αυτή de facto η Κρήτη έγινε τμήμα του ελληνικού κράτους. H de jure ένωση, από άποψη διεθνούς δικαίου, συντελέστηκε με τη Συμφωνία του Λονδίνου στις 17 Μαΐου 1913 μεταξύ της Τουρκίας και των εμπόλεμων βαλκανικών κρατών (άρθρο 4).
Την Κυριακή 1 Δεκεμβρίου 1913 ο βασιλιάς Κωνσταντίνος, ο ναύαρχος Κουντουριώτης, ο πρωθυπουργός Ελευθέριος Βενιζέλος πήγαν στα Χανιά και δύο υπέργηροι, θρυλικοί και γενναίοι οπλαρχηγοί, ο Χατζημιχάλης Γιάνναρης, 81 ετών, και ο Αναγνώστης Μάντακας, 94 ετών, όπου έγινε η έπαρση της ελληνικής σημαίας στο Φρούριο του Φιρκά, στο λιμάνι των Χανίων μέσα σε ένα κρητικό παραλήρημα ενθουσιασμού. Έτσι οριστικοποιήθηκε η ένωση της Κρήτης με την Ελλάδα και δικαιώθηκε ο προαιώνιος και μοναδικός πόθος των Κρητών στο «διηνεκές».
του Ιωάννη Δ. Κακουδάκη
Αντιστράτηγος εα, επίτιμος Α’ υπαρχηγός ΓΕΣ, πρώην διευθυντής της Διεύθυνσης Ιστορίας Στρατού του ΓΕΣ και πρόεδρος της Ελληνικής Επιτροπής Στρατιωτικής Ιστορίας του ΓΕΕΘΑ











