Δραματικές οι προβλέψεις για το μέλλον και μεγάλη ανησυχία για το δημογραφικό
Η υπογεννητικότητα δεν είναι πλέον απλώς στατιστικό στοιχείο, είναι καθημερινή πραγματικότητα που αλλάζει το τοπίο της χώρας. Στην καρδιά της ελληνικής επαρχίας, σχολεία που άλλοτε έσφυζαν από ζωή τώρα σιωπούν. Οι εγγραφές στην Α’ Δημοτικού μειώθηκαν δραματικά, από 115.000 το 2010 σε μόλις 71.181 το 2024, σημειώνοντας πτώση 40% σε 15 χρόνια.
Σύμφωνα με την ΕΛΣΤΑΤ, ο μόνιμος πληθυσμός της Ελλάδας την 1η Ιανουαρίου 2024 εκτιμάται σε 10.400.720 άτομα, μειωμένος κατά 0,1% σε σχέση με το προηγούμενο έτος. Η φυσική μείωση του πληθυσμού ανήλθε σε 55.920 άτομα, με 71.249 γεννήσεις έναντι 127.169 θανάτων. Οι προβλέψεις για το μέλλον είναι ανησυχητικές. Εκτιμάται ότι μέχρι το 2050 ο πληθυσμός της Ελλάδας θα μειωθεί στα 7,5 εκατομμύρια, καθιστώντας τη χώρα μία από τις πιο γερασμένες στην Ευρώπη.
Το «σκοτεινό» πορτρέτο
Η Ελλάδα δεν είναι απλώς χώρα με λίγες γεννήσεις. Είναι πλέον μια από τις πιο ηλικιωμένες της Ευρώπης. Το 2023, σχεδόν ένας στους τέσσερις πολίτες (22,9%) ήταν άνω των 65 ετών, ενώ τα παιδιά έως 14 ετών αντιστοιχούσαν μόλις στο 13,4% του πληθυσμού, σύμφωνα με στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ. Η αναλογία ηλικιωμένων προς ανηλίκους -γνωστή ως δείκτης γήρανσης- ξεπέρασε το 170, μια τιμή που αποτυπώνει τη μετατόπιση του δημογραφικού βάρους.
Παράλληλα, η διάμεση ηλικία των Ελλήνων έφτασε τα 46,5 έτη, υψηλότερη από τον μέσο όρο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ο οποίος διαμορφώνεται στα 44,5. Το αποτέλεσμα είναι μια κοινωνία που αλλάζει ριζικά: Λιγότεροι νέοι σε πανεπιστήμια και αγορές εργασίας, περισσότεροι συνταξιούχοι και αυξανόμενες ανάγκες σε δομές υγείας και φροντίδας. Το πρόβλημα δεν είναι μελλοντικό – είναι ήδη παρόν. Και αγγίζει το ασφαλιστικό σύστημα, τη βιωσιμότητα των δήμων, ακόμη και τη συνοχή των τοπικών κοινωνιών.
Οι προσπάθειες
Το πολιτικό σύστημα έχει πια συνειδητοποιήσει ότι το δημογραφικό δεν είναι θέμα του μέλλοντος, αλλά του τώρα. Ο ίδιος ο πρωθυπουργός, μιλώντας πρόσφατα για το πρόβλημα, το χαρακτήρισε «υπαρξιακή απειλή», σημειώνοντας ότι «η Ελλάδα γερνάει πιο γρήγορα από την υπόλοιπη Ευρώπη».
Στην πράξη, έχουν ανακοινωθεί μια σειρά από μέτρα: αύξηση του επιδόματος γέννησης, μεγαλύτερη κάλυψη για παιδικούς σταθμούς, φοροελαφρύνσεις για πολύτεκνους και νέες πολιτικές στέγασης. Το πρόγραμμα για στεγαστικά δάνεια ύψους 7 δισ. ευρώ στοχεύει -μεταξύ άλλων- να βοηθήσει νέα ζευγάρια να βρουν σπίτι, κάτι που σήμερα μοιάζει απλησίαστο.
Πρόσφατα ανακοινώθηκε και η δωρεάν εξέταση αντιμυλλέριου ορμόνης, ώστε οι γυναίκες να γνωρίζουν εγκαίρως το ωοθηκικό τους απόθεμα. Πρωτοβουλία χρήσιμη, αλλά δύσκολα μετατρέψιμη σε απόφαση για παιδί, όταν η ζωή μετριέται σε δόσεις, ενοίκια και ανασφάλεια.
Πάντως, η Γ.Γ. Δημογραφικής και Στεγαστικής Πολιτικής Μαρίνα Στέφου το έθεσε πιο ωμά: «Για να αντιστραφεί η φθίνουσα δημογραφική τάση, πρέπει να γίνουν τα μέτρα μόνιμα και να δοθεί στους γονείς μια μακροπρόθεσμη προοπτική». Σε κάθε περίπτωση, η κυβέρνηση δείχνει με κάθε τρόπο ότι το συγκεκριμένο ζήτημα είναι ψηλά στην ατζέντα της και σίγουρα θα λάβει ακόμα σημαντικότερες αποφάσεις για τη λύση του προβλήματος.
Ο αντίκτυπος στην πράξη
Οι επιπτώσεις της υπογεννητικότητας δεν περιορίζονται στους αριθμούς. Ήδη παρατηρούνται αλλαγές στον σχεδιασμό σχολικών μονάδων, στη λειτουργία των δημοτικών υπηρεσιών, ακόμα και στις τοπικές αγορές. Δήμοι της περιφέρειας βλέπουν τις ανάγκες τους να μεταβάλλονται, καθώς μειώνεται ο παιδικός πληθυσμός και αυξάνονται οι ηλικιωμένοι κάτοικοι.
Ορισμένοι φορείς, όπως το ΙΟΒΕ και το ΚΕΠΕ, έχουν ήδη προειδοποιήσει ότι αν δεν υπάρξει πληθυσμιακή σταθεροποίηση μέσα στα επόμενα 10- 15 χρόνια, θα επηρεαστεί συνολικά η αναπτυξιακή δυναμική της χώρας. Και αυτό δεν αφορά μόνο τα δημόσια οικονομικά, αλλά και την ίδια τη βιωσιμότητα του παραγωγικού μοντέλου.
Απέναντι σε αυτό το φαινόμενο, αναπτύσσονται σταδιακά και νέες πολιτικές: από τη στήριξη της γυναικείας απασχόλησης μέχρι την επιστροφή νέων του εξωτερικού. Ωστόσο, κοινή πεποίθηση όσων ασχολούνται με το ζήτημα είναι ότι η ανατροπή των τάσεων δεν μπορεί να βασιστεί μόνο σε επιμέρους πρωτοβουλίες. Η υπογεννητικότητα συνδέεται άμεσα με το πώς οργανώνεται η καθημερινή ζωή: η διαθεσιμότητα κατοικίας, η πρόσβαση σε φροντίδα, η δυνατότητα ισορροπίας μεταξύ εργασίας και οικογένειας. Το επόμενο στοίχημα, όπως επισημαίνουν ειδικοί, είναι να διαμορφωθεί ένα σταθερό και μακροπρόθεσμο περιβάλλον που να επιτρέπει στους νέους ανθρώπους να σχεδιάζουν τη ζωή τους με ασφάλεια.