«Αν θέλεις ειρήνη, προετοιμάσου για πόλεμο». Αυτή η φράση φαίνεται πως κυριαρχεί στην Ευρώπη καθώς ανατέλλει το 2026, ένα έτος που βρίσκει την ήπειρο σε μια πρωτόγνωρη διαδικασία στρατηγικής επαναξιολόγησης.
Κυβερνήσεις, στρατιωτικοί μηχανισμοί και κοινωνίες είναι, όπως γράφει ο Βασίλης Σκουλαράκος στην εφημερίδα «Political», σε κατάσταση αυξημένης εγρήγορσης, με σαφή πλέον επίγνωση ότι η ασφάλεια δεν είναι δεδομένη, αλλά κάτι που πρέπει να προστατεύεται ενεργά. Τέσσερα χρόνια μετά την εισβολή στην Ουκρανία, η Ευρώπη έχει πάψει να αντιμετωπίζει τη σύγκρουση ως ένα περιφερειακό μέτωπο μακριά από τον πυρήνα της. Η συζήτηση για το ενδεχόμενο μιας ευρύτερης στρατιωτικής κλιμάκωσης έχει περάσει από τα θεωρητικά σενάρια στην πολιτική και στρατιωτική πρακτική.
Ακόμη και αν το σενάριο μιας γενικευμένης χερσαίας εισβολής παραμένει λιγότερο πιθανό, η Ευρώπη προετοιμάζεται για ένα φάσμα νέων, σύνθετων απειλών: υβριδικές επιχειρήσεις, κυβερνοεπιθέσεις, ενεργειακές πιέσεις, επιχειρήσεις αποσταθεροποίησης και στοχεύσεις κρίσιμων υποδομών.
Κράτη σε κίνηση
Τους τελευταίους μήνες, χώρες της Ευρώπης διαμηνύουν πως αναθεωρούν το στρατιωτικό τους δόγμα, βάζοντας ακόμα και τους πολίτες τους σε προς πόλεμο προετοιμασία. Η Φινλανδία, για παράδειγμα, με ιστορική εμπειρία απέναντι στη Ρωσία, έχει ανεβάσει το ηλικιακό όριο εφεδρείας στα 65 έτη, με την κοινωνία της μάλιστα να δηλώνει «παρούσα», αν χρειαστεί. Παράλληλα και άλλες βαλτικές χώρες ενισχύουν συστηματικά τις δομές υποχρεωτικής θητείας και ταχέων δυνάμεων αντίδρασης.
Οι Ευρωπαίοι ωστόσο αντιλαμβάνονται πως στρατιωτική ετοιμότητα χωρίς βιομηχανική υποστήριξη δεν μπορεί να σταθεί. Κεντρικό ρόλο παίζουν πλέον και ευρωπαϊκά χρηματοδοτικά εργαλεία και στρατηγικά προγράμματα, που στοχεύουν στην ενίσχυση της αμυντικής ικανότητας της Ένωσης συνολικά, όχι απλώς σε εθνικό επίπεδο, αλλά σε συλλογική ευρωπαϊκή διάσταση.
Μεταξύ αυτών και το SAFE, ένα νέο χρηματοδοτικό πλαίσιο της ΕΕ, σχεδιασμένο να παρέχει δισεκατομμύρια ευρώ σε δάνεια χαμηλού κόστους στα κράτη-μέλη που επιθυμούν να επενδύσουν σε άμεσες και μεγάλες προμήθειες αμυντικού εξοπλισμού. Τα κονδύλια αυτά μπορούν να αξιοποιηθούν για κοινές αγορές στρατιωτικού υλικού, ενισχύοντας τόσο την αμυντική επάρκεια των κρατών όσο και τη συνολική βιομηχανική βάση άμυνας της ΕΕ. Το SAFE αποτελεί τον πρώτο πυλώνα ενός ευρύτερου σχεδίου στρατηγικής, που στοχεύει να κινητοποιήσει συνολικά έως και 800 δισ. ευρώ για την ενίσχυση της ευρωπαϊκής άμυνας, συνδυάζοντας εθνικά κονδύλια με κοινοτικά χρηματοδοτικά εργαλεία και τρίτες πηγές χρηματοδότησης. Είναι προφανές πλέον πως η Ευρώπη δεν θέλει πια να εξαρτάται από τρίτες χώρες για κρίσιμα αμυντικά υλικά.
Διπλός στόχος
Το 2026 έρχεται με μια κρίσιμη παραδοχή: ο σύγχρονος πόλεμος μπορεί να ξεκινήσει χωρίς να ακουστεί πυροβολισμός. Ο κυβερνοπόλεμος, οι στοχευμένες επιθέσεις σε ενεργειακά και τηλεπικοινωνιακά δίκτυα, οι απόπειρες αποσταθεροποίησης μέσω παραπληροφόρησης, οι πιέσεις σε κρίσιμες πρώτες ύλες και η ενεργειακή ομηρία συγκροτούν το νέο τοπίο απειλών. Πρόκειται για έναν «πόλεμο χαμηλής έντασης», που μπορεί να διαρκεί, να διαβρώνει και να δοκιμάζει κοινωνίες, οικονομίες και θεσμούς χωρίς επίσημη κήρυξη.
Σε αυτό το περιβάλλον, η Ευρώπη δεν μπορεί να βασίζεται μόνο στα παραδοσιακά στρατιωτικά μέσα. Χώρες-μέλη της ΕΕ επενδύουν σε προηγμένα συστήματα κυβερνοάμυνας, ενισχύουν την προστασία κρίσιμων υποδομών -από δίκτυα ηλεκτροδότησης και φυσικού αερίου μέχρι αεροδρόμια, λιμάνια και ψηφιακές πλατφόρμες κρατικών υπηρεσιών- και δημιουργούν μηχανισμούς ταχείας αντίδρασης σε περιστατικά σαμποτάζ και επιθέσεων πληροφορίας. Παράλληλα, ενισχύονται οι ευρωπαϊκοί μηχανισμοί συντονισμού, καθώς η αντιμετώπιση των υβριδικών απειλών δεν είναι αμιγώς εθνική υπόθεση, αλλά συλλογική ευρωπαϊκή ανάγκη.Ο στόχος είναι διπλός: αφενός η πρόληψη και η αποτροπή, αφετέρου η ανθεκτικότητα. Να μπορεί δηλαδή η Ευρώπη όχι μόνο να αποκρούσει μια επίθεση, αλλά και να συνεχίσει να λειτουργεί, να ανακτά ισορροπία, να προστατεύει τους πολίτες και τη δημοκρατική της συνοχή.
Προ των ευθυνών τους οι ηγέτες της ΕΕ
Το 2025 φεύγει με μία ακόμη κρίσιμη παράμετρο: την αβεβαιότητα για τον μελλοντικό ρόλο των ΗΠΑ στην ευρωπαϊκή ασφάλεια. Σαφώς το ΝΑΤΟ παραμένει ακλόνητος πυλώνας συλλογικής άμυνας, όμως η Ουάσιγκτον δείχνει πλέον ξεκάθαρα ότι η Ευρώπη πρέπει να αναλάβει μεγαλύτερο μερίδιο της ευθύνης για την ίδια της την προστασία.
Πολιτικές συζητήσεις στις ΗΠΑ, ενδεχόμενες αλλαγές προτεραιοτήτων, αλλά και η αυξανόμενη εστίαση προς τον Ινδο-Ειρηνικό δημιουργούν ένα περιβάλλον όπου οι Ευρωπαίοι δεν μπορούν να θεωρούν την αμερικανική παρουσία δεδομένη στο ίδιο επίπεδο με το παρελθόν. Ως αποτέλεσμα, κερδίζει έδαφος η ιδέα της ευρωπαϊκής στρατηγικής αυτονομίας. Τι σημαίνει αυτό; Περισσότερες επενδύσεις σε άμυνα, αναβάθμιση δυνατοτήτων διοίκησης και ελέγχου, αύξηση της διαλειτουργικότητας μεταξύ ευρωπαϊκών στρατών και στενότερη συνεργασία σε κοινές προμήθειες και εκπαιδεύσεις.
Παράλληλα, η Ευρώπη αναζητά μεγαλύτερη πολιτική συνοχή στα ζητήματα ασφάλειας. Το 2026 αναδεικνύει έντονα την ανάγκη τα κράτη-μέλη να μιλούν με πιο ενιαία φωνή στα θέματα άμυνας και γεωπολιτικής, καθώς οι προκλήσεις απαιτούν συντονισμό, κοινή στρατηγική και όχι κατακερματισμένες εθνικές προσεγγίσεις. Η νέα χρονιά δεν βρίσκει την Ευρώπη ανέμελη. Τη βρίσκει προετοιμαζόμενη. Με ενίσχυση στρατών, ενεργοποίηση εφεδρειών, επένδυση στην αμυντική βιομηχανία και αντιμετώπιση υβριδικών απειλών, η ήπειρος εισέρχεται στο 2026 με μια σαφή συνειδητοποίηση: η ειρήνη δεν είναι αυτονόητη, πρέπει να διαφυλάσσεται.












