Η αναδιάταξη απαιτεί συνεχή επαγρύπνηση και ευελιξία στη χάραξη της εθνικής πολιτικής.
Η Ελλάδα μπορεί να αναβαθμίσει τον ρόλο της
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η Ελλάδα στη σημερινή συγκυρία της παγκόσμιας γεωπολιτικής αναστάτωσης και των εξελίξεων, ιδιαίτερα στη Νοτιοανατολική Μεσόγειο, αντιμετωπίζει δύο σοβαρά προβλήματα, εξαιτίας της νέας «κανονικότητας» που διαμορφώνει στην ευρύτερη περιοχή η τακτική της αμερικανικής ηγεσίας, αλλά και η αναβάθμιση του ρόλου της γειτονικής Τουρκίας.
Το ένα είναι στην οικονομία και φυσικά θα μας επηρεάσει μια παγκόσμια ή πανευρωπαϊκή ύφεση σε όλα: στον τουρισμό, στις επενδύσεις, στην καθημερινότητα. Αλλά το δεύτερο είναι πολύ πιο σοβαρό και αφορά την ασφάλεια της χώρας.
Μέσα στη γενική γεωπολιτική αναστάτωση, που ξεκίνησε λίγο πριν από την εκλογή του Ντόναλντ Τραμπ και συνεχίζεται με ιλιγγιώδεις ρυθμούς αφότου ο Αμερικανός πρόεδρος ανέλαβε καθήκοντα, συντελείται μία τεράστια ανατροπή στη Μέση Ανατολή και τη Νοτιοανατολική Μεσόγειο, που αναμένεται ότι θα επηρεάσει άμεσα και την Ελλάδα.
Η ανάδειξη δε του Ερντογάν σε ενεργό παίκτη στην περιοχή και η εξασθένιση των μέχρι πρότινος σταθερών, όσον αφορά τα διπλωματικά ερείσματα, θα επηρεάσουν ασφαλώς τις ελληνοτουρκικές σχέσεις, αφού τα θέματά μας είναι ανοιχτά από το καλώδιο και τα ενεργειακά μέχρι το Αιγαίο. Ναι, η χώρα είναι σαφώς σε καλύτερη αμυντική κατάσταση από το 2019 και η Ευρώπη σε κάποιο σχετικά υψηλότερο επίπεδο εγρήγορσης, αλλά ο βαθμός επικινδυνότητας των σχέσεών μας με την Τουρκία προκαλεί ανησυχία, μόνο και μόνο λόγω της τρομακτικής πολιτικής ρευστότητας που έχει δημιουργήσει η προσέγγιση του νέου πλανητάρχη σε όλα ανεξαιρέτως τα μεγάλα ζητήματα.
Η αλήθεια είναι πως τους τελευταίους μήνες έχει αναβαθμιστεί με εντυπωσιακά άλματα η διεθνής παρουσία της Τουρκίας, καθώς και η επιρροή της σε εμπόλεμες ζώνες και η δυνατότητα παρέμβασής της σε περιοχές κρίσης, όπως η Μέση Ανατολή και η Ουκρανία. Μόνο τυχαίο δεν είναι ότι οι συνομιλίες για την εξεύρεση μίας ειρηνευτικής φόρμουλας μεταξύ Ρωσίας και Ουκρανίας αποφασίστηκε να γίνουν στην Κωνσταντινούπολη. Όπως τυχαίο δεν είναι ότι έχουν προηγηθεί εγκάρδιες τηλεφωνικές συνομιλίες του Ντόναλντ Τραμπ με τον Ταγίπ Ερντογάν.
Σε τι επηρεάζουν την Ελλάδα όλα αυτά; Πέραν των προφανών, η εδραίωση του ρόλου της Τουρκίας στη Συρία και η «σφραγίδα» του Τραμπ ως προς αυτό, είναι ένα στοιχείο που κρύβει πολλούς κινδύνους σοβαρών περιπλοκών. Ενδεχομένως, η πιο σοβαρή: Να προστεθεί στο κατά πολλούς ανυπόστατο τουρκολιβυκό μνημόνιο ένα πολύ πιο βάσιμο τουρκοσυριακό, το οποίο θα διαμορφώσει μία εντελώς νέα και δυσάρεστη για την Ελλάδα και την Κύπρο συνθήκη στη συζήτηση για τις θαλάσσιες ζώνες στην Ανατολική Μεσόγειο.
Και η Ευρώπη
Ιδιαίτερη σημασία θα έχει επίσης ο τρόπος με τον οποίο θα διαμορφωθούν και οι ευρωτουρκικές σχέσεις. Μεγάλες ευρωπαϊκές δυνάμεις (Γερμανία, Ιταλία) δεν βλέπουν αρνητικά τη συμμετοχή της Τουρκίας στη νέα αρχιτεκτονική Άμυνας της Ένωσης, όπως και τη συνεργασία μαζί της στους εξοπλισμούς. Ταυτόχρονα, όσο παραμένει στο τραπέζι η επανένταξή της Τουρκίας στο πρόγραμμα των αμερικανικών F-35, το θέμα της πώλησης μαχητικών στην Άγκυρα δεν έχει κλείσει, ενώ και οι πωλήσεις τουρκικών εξοπλισμών στην ΕΕ συζητούνται. Είναι ενδεικτικά της ανησυχίας της ελληνικής κυβέρνησης τα όσα ανέφερε ο Κυριάκος Μητσοτάκης στο Βερολίνο, κατά τη διάρκεια των κοινών δηλώσεων με τον καγκελάριο Μερτς:
«Τρίτες χώρες», είπε, «οι οποίες θέλουν με κάποιον τρόπο να συνδεθούν αμυντικά με την Ευρώπη θα πρέπει να δείχνουν, αν μη τι άλλο, μια υψηλή συμμόρφωση ως προς την κοινή πολιτική εξωτερικών και ασφάλειας ή -γιατί όχι- να υπογράψουν και μία συμφωνία αμυντικής συνεργασίας με την Ευρωπαϊκή Ένωση».
Τον Κυριάκο Μητσοτάκη ασφαλώς τον περιμένουν διλήμματα που δεν ταίριαζαν στην πρότερη «κανονικότητα». Πώς να διατηρήσει στέρεες σχέσεις με την Ουάσιγκτον, πώς να πιέσει για ευρωπαϊκή ενότητα απέναντι σε τουρκικές αμφισβητήσεις και, κυρίως, πώς να συνδυάσει τον διάλογο με την Τουρκία σε τεχνικά ζητήματα (ενέργεια, μετανάστευση) με την υπεράσπιση των ελληνικών δικαίων στο Διεθνές Δίκαιο της Θάλασσας. Η απάντηση δεν είναι εύκολη, με δεδομένο ότι το «παιχνίδι» στο Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο έχει ανοίξει και είναι πολύ διαφορετικό από τις προηγούμενες δεκαετίες.
Είναι ανάγκη όμως να προσαρμοστούμε στη νέα πραγματικότητα και να δραστηριοποιηθούμε με αυτοπεποίθηση σ’ ένα σκηνικό που μετασχηματίζεται ραγδαία. Σε κάθε περίπτωση, η Ελλάδα οφείλει να μην εφησυχάζει και να βρίσκεται σε διπλωματική ετοιμότητα, (πράγμα που ουσιαστικά και κάνει), καθώς πρέπει να αξιοποιήσει όλους τους διαθέσιμους διαύλους -με ΗΠΑ, ΕΕ, Ισραήλ- για να κρατήσει ζωντανά τα γεωστρατηγικά της πλεονεκτήματα. Η νέα γεωστρατηγική αναδιάταξη απαιτεί συνεχή επαγρύπνηση και ευελιξία στη χάραξη της εθνικής πολιτικής. Αν η Ανατολική Μεσόγειος και η Μέση Ανατολή αναδιατάσσονται, η Ελλάδα μπορεί να αναβαθμίσει τον ρόλο της ως χώρα διαρκούς σταθερότητας, παραδοσιακών συμμαχιών και θεμέλιο της ευρωπαϊκής συνοχής. Το Μέγαρο Μαξίμου και το ΥΠΕΞ ακολουθούν –λένε- την κατά το δυνατόν ασφαλή τακτική, ώσπου να διαμορφωθεί μία βάσιμη εκτίμηση για τους συσχετισμούς Ουάσιγκτον – Αθήνας – Άγκυρας. Η αντιπολίτευση και οι ασκούντες έντονη κριτική, εκτός από τις κραυγές, έχουν κάτι εθνικά επωφελές να προτείνουν;
του Φώτη Σιούμπουρα