Η αύξηση τιμών πονάει τις οικογένειες και η κυβέρνηση σε μεταρρυθμιστική νάρκη
Ήταν Σεπτέμβριος του 2021, όταν παρατηρήθηκε στην ελληνική πραγματικότητα αύξηση του πληθωρισμού πάνω από τα επίπεδα του 2%, σηματοδοτώντας την αρχή μιας μακράς περιόδου ανατιμήσεων. Ακριβώς μετά την άρση των lockdowns και των περιορισμών στις μετακινήσεις που επιβλήθηκαν για λόγους δημόσιας υγείας μετά το ξέσπασμα της πανδημίας.
Το πληθωριστικό κύμα «φούντωσε» ακόμη περισσότερο, με επίκεντρο την ενέργεια μετά την εισβολή των Ρώσων στην Ουκρανία, ενώ συντηρείται σε υψηλά επίπεδα λόγω και της πολεμικής σύγκρουσης στη Μέση Ανατολή τα τελευταία δύο χρόνια. Από το σαρωτικό πέρασμα δεν γλίτωσε καμία κατηγορία, αφού το φαινόμενο δεν έκανε διακρίσεις. Ανάγκασε μάλιστα την κυβέρνηση να ανασύρει από το χρονοντούλαπο της Ιστορίας το πλαφόν στο περιθώριο κέρδους. Ένα μέτρο που ερχόταν απευθείας από καθεστώτα του ανατολικού μπλοκ και ήταν τελείως κόντρα στη φιλελεύθερη σκέψη και προσέγγιση της ελεύθερης αγοράς, που πρεσβεύει το κυβερνών κόμμα. Και αυτό, με μοναδικό στόχο να συγκρατήσει τις τιμές και να ανακουφίσει -στο μέτρο του δυνατού- τους πολίτες.
Όμως, επί τέσσερα συνεχόμενα χρόνια, η ακρίβεια «ροκανίζει» την αγοραστική δύναμη, μετατρέποντας τα ψώνια στα σουπερμάρκετ σε μια καθημερινή πρόκληση. Ναι, αρχικά ήταν μια εξωτερική απειλή, αλλά ο πληθωρισμός, συνεπεία και «εσωτερικών παραγόντων», κατέκλυσε τα ράφια, εκτοξεύοντας τις τιμές των προϊόντων.
Και επειδή οι αποδείξεις των σουπερμάρκετ και οι λογαριασμοί του ρεύματος είναι «χειροπιαστά» στοιχεία,εύκολα μετατρέπονται σε ψηφοδέλτια αντικυβερνητικής ψήφου. Όσο οφθαλμοφανής είναι η κόπωση του κόσμου με τη συνεχιζόμενη ακρίβεια, άλλο τόσο ευδιάκριτο είναι ότι τα πάσης φύσεως συμφέροντα «την έχουν στημένη» στον Μητσοτάκη τον Σεπτέμβριο. Η απουσία σοβαρής εναλλακτικής επιλογής, στα μάτια των πολιτών, επιταχύνει μάλιστα τις διεργασίες που «τρέχουν» στο παρασκήνιο αλλά και την επαναφορά πολιτικών προσώπων στο προσκήνιο όχι από τα κάτω, επειδή το ζητάει ο λαός, αλλά μέσα από άλλου τύπου ζυμώσεις. Ποια μπορεί να είναι απάντηση σε αυτές τις κινήσεις; Όχι πάντως η επικοινωνιακή ανάδειξη επιμέρους δράσεων και χαμηλής πολιτικής, που ολοκληρώνουν τα υπουργεία. Αξιέπαινες προσπάθειες αλλά προφανώς δεν είναι η λύση. Η μόνη λύση είναι η αποκατάσταση της απευθείας «γραμμής σύνδεσης» ανάμεσα σε αυτά που θα εξαγγείλει στη ΔΕΘ ο Μητσοτάκης και σε αυτά που θα διαπιστώσουν άμεσα και στην πράξη οι πολίτες ότι βελτιώνουν τη ζωή τους, αλλά και τους προστατεύουν σε μια αγορά που αλλάζει με τρομακτικές ταχύτητες. Αυτή η «γραμμή» που συνέδεε τις κεντρικές αποφάσεις με το αποτέλεσμα και δεν επηρεάζεται από συμφέροντα τρίτων αποτέλεσε το κλειδί της πρώτης τετραετίας. Γιατί αφορά το συμφέρον της συντριπτικής πλειοψηφίας του κόσμου. Και γι’ αυτό αγνοήθηκαν στην κάλπη το 2023 οι ανοησίες των λαϊκιστών, τα #Μητσοτάκη_γ… κ.ο.κ. Το πρόβλημα όμως σήμερα είναι ότι κάποιοι στην κυβέρνηση θεωρούν ότι αυτό μπορεί να επαναληφθεί ως δια μαγείας, μόνο με την άρνηση των προβλημάτων που πιέζουν στα όρια τον κόσμο και, κυρίως, της ακρίβειας.
Η καθημερινότητα τώρα στενάζει, το σαρωτικό κύμα της ακρίβειας σε όλα τα βασικά είδη, στην ενέργεια, στη στέγη, στην εστίαση, στο τουριστικό κόστος και όπου αλλού πονάει τις οικογένειες και η κυβέρνηση δείχνει εδώ και πολύ καιρό να έχει πέσει σε… μεταρρυθμιστική νάρκη.
Η ανάπαυλα του Αυγούστου, που ήδη έχει ρίξει τους ρυθμούς στο πολιτικό σκηνικό, προσέφερε χώρο και χρόνο για να ξεχωρίσουν οι κεντρικές προτεραιότητες από τις δευτερεύουσες, η άσκηση πολιτικής από τον θόρυβο της επικοινωνίας για τα επιμέρους. Και ο Μητσοτάκης δεν έχει να φοβηθεί τίποτα από τις οικονομικές επιδιώξεις και τα ανακυκλωμένα πολιτικά υλικά της φθινοπωρινής ενέδρας, αν προχωρήσει ο ίδιος σε γενναίες παρεμβάσεις. Οι οποίες θα πρέπει να θυμίζουν αυτέςτης πρώτης τετραετίας.
Το άλλο Σάββατο, η ΔΕΘ θα είναι για τον Μητσοτάκη η ευκαιρία να ανακτήσει μέρος των πολλαπλών απωλειών της τελευταίας διετίας-τριετίας. Και να εμπεδώσει στον Έλληνα πολίτη το αίσθημα της ασφάλειας και της σταθερότητας, αλλά και να του προσδώσει την ελπίδα για ένα καλύτερο αύριο.
του Φώτη Σιούμπουρα