Η δημοσίευση ενός 33σελιδου εγγράφου από την κυβέρνηση του Ντόναλντ Τραμπ σχετικά με τη Στρατηγική Εθνικής Άμυνας των ΗΠΑ σηματοδοτεί μια καθοριστική στροφή στη μεταπολεμική εξωτερική πολιτική της χώρας.
Το έγγραφο προειδοποιεί την Ευρώπη για μια «πολιτισμική εξάλειψη», ενώ ταυτόχρονα αναδεικνύει την επιδίωξη της Ουάσινγκτον να επαναφέρει την κυριαρχία της στη Λατινική Αμερική, θέτοντας τέλος στη «μαζική μετανάστευση».
Σύμφωνα με ανάλυση της εφημερίδας New York Times, η κυβέρνηση Τραμπ φαίνεται να απομακρύνεται από το παραδοσιακό λεξιλόγιο των αξιών και να επανακαθορίζει τα αμερικανικά συμφέροντα μέσα από τον φακό του οικονομικού οφέλους, της μετανάστευσης και της αποφυγής διεθνών υποχρεώσεων. Το έγγραφο αναφέρει ότι οι χώρες της Λατινικής Αμερικής πρέπει να παρέχουν συμβόλαια χωρίς διαγωνισμούς σε αμερικανικές εταιρείες, επισημαίνοντας ότι η σημασία της Ταϊβάν περιορίζεται στην παραγωγή ημιαγωγών και τις θαλάσσιες διαδρομές. Επίσης, προτείνεται η αλλαγή της «εκφοβιστικής» στάσης της Ουάσινγκτον απέναντι στις πλούσιες μοναρχίες του Κόλπου.
Εστία παρακμής και απειλής η Ευρώπη
Η Ευρώπη αναφέρεται πλέον όχι ως συνεργάτης, αλλά ως ανησυχητική περιοχή που βρίσκεται σε παρακμή. Για πρώτη φορά σε επίσημο έγγραφο, η Ευρώπη περιγράφεται ως εστία απειλής, με τις ΗΠΑ να σχεδιάζουν να προάγουν «αντίσταση» απέναντι στους ηγέτες πολλών ευρωπαϊκών χωρών, οι οποίες όπως σημειώνεται, παραβιάζουν θεμελιώδεις δημοκρατικές αρχές για να καταστείλουν την αντιπολίτευση.
Η στάση αυτή έχει προκαλέσει αναταραχή στην πολιτική σκηνή της Ευρώπης. Ευρωπαίοι πολιτικοί, όπως ο πρώην πρωθυπουργός της Σουηδίας, Καρλ Μπίλντ, αντέτειναν ότι η Εθνική Στρατηγική Ασφαλείας του Τραμπ τοποθετείται «στα δεξιά της άκρας δεξιάς στην Ευρώπη».
Αναφορικά με τη Μέση Ανατολή, το έγγραφο βλέπει την περιοχή ως «πηγή και προορισμό διεθνών επενδύσεων», ενώ για τη Λατινική Αμερική, οι ΗΠΑ δηλώνουν ότι θα επιβεβαιώσουν και θα επιβάλουν τη Δόγμα Μονρόε, με στόχο να αποκαταστήσουν την αμερικανική υπεροχή στο Δυτικό Ημισφαίριο.
«Kαλές και ειρηνικές εμπορικές σχέσεις»
Αξιοσημείωτο είναι ότι το έγγραφο επικεντρώνεται και σε περιοχές εκτός Ευρώπης, όπως το Ισραήλ και η Ταϊβάν, όπου η οικονομική σημασία τους προβάλλεται χωρίς να συνδέεται με τις αμερικανικές αξίες. Η νέα στρατηγική δείχνει μια στροφή στην αμερικανική κοσμοθεωρία, απομακρύνοντας την προώθηση της δημοκρατίας ως προτεραιότητα. Αντίθετα, οι ΗΠΑ επιδιώκουν «καλές και ειρηνικές εμπορικές σχέσεις» χωρίς να επεμβαίνουν στα πολιτικά συστήματα άλλων κρατών.
Η αλλαγή αυτή έρχεται σε αντίθεση με τις προσεγγίσεις της πρώτης θητείας του Τραμπ, όπου ο κόσμος παρουσιαζόταν ως πεδίο αντιπαράθεσης μεταξύ δημοκρατικών και αυταρχικών καθεστώτων. Αν και η Εθνική Στρατηγική Ασφάλειας δεν είναι δεσμευτική, οι αναλυτές προειδοποιούν ότι δεν πρέπει να αποδοθεί υπερβολική σημασία ως οδηγός για τις μελλοντικές ενέργειες της κυβέρνησης, δεδομένης της απρόβλεπτης φύσης του Τραμπ. Παρά ταύτα, η δημοσίευση της στρατηγικής είναι σημαντική, καθώς καταγράφει το πνεύμα της στιγμής στον τομέα της εξωτερικής πολιτικής, εν μέσω της συζήτησης για την αμερικανική πολιτική στη Μέση Ανατολή, τη Ρωσία και την Κίνα, με στόχο την αποφυγή στρατιωτικών εμπλοκών και την προώθηση του εμπορίου.












