Όταν όσοι ορκίζονται ότι θα γίνουν δεύτερος πόλος δέχονται χαμογελαστοί να παίζουν τον ρόλο του θεατή στο σόου του Τσίπρα
Στο Παλλάς, το βράδυ της «Ιθάκης», η πιο σκληρή πολιτική ανάλυση δεν ακούστηκε από μικρόφωνο. Φαινόταν στην κάτοψη της αίθουσας.
Στη σκηνή, μόνος ο Αλέξης Τσίπρας.
Στον εξώστη, στοιχισμένοι όλοι εκείνοι που – στα δελτία Τύπου και στις συνεντεύξεις – δηλώνουν αποφασισμένοι να γίνουν «δεύτερος πόλος», «προοδευτική διακυβέρνηση», «εναλλακτικό κέντρο εξουσίας».
Την ώρα όμως που τα λένε αυτά, κάθονται στο μπαλκόνι και χαμογελούν στον άνθρωπο που μονοπωλεί τη σκηνή. Κυριολεκτικά.
Η εικόνα ήταν σχεδόν πειραματική: σαν να αποφάσισε κάποιος σκηνοθέτης να κάνει ένα crash test στην αξιοπιστία του λεγόμενου «προοδευτικού χώρου». Από τη μια ο πρώην πρωθυπουργός, με την άνεση του κεντρικού ρόλου. Από την άλλη, αρχηγοί, πρώην βουλευτές, στελέχη και «νέοι σχηματισμοί» πακεταρισμένοι στον εξώστη, να τον χειροκροτούν καθώς τους κάνει κήρυγμα για «ευθύνη» και «χάθηκε μια ιστορική ευκαιρία».
Αν όντως φιλοδοξείς να γίνεις δεύτερος πόλος, ξεκινάς από κάπου αλλού.
Πρώτα λες όχι στη διάταξη της αίθουσας.
Δεν γίνεται να παρουσιάζεσαι ως υποψήφια κυβερνητική πρόταση και να δέχεσαι να παίζεις τον ρόλο του διακόσμου. Δεν γίνεται να μιλάς για «αυτονομία», «νέο κεφάλαιο», «απεξάρτηση από τα λάθη του παρελθόντος» και να αποδέχεσαι- με χαμόγελο μάλιστα – ότι η θέση σου είναι εκεί πάνω, σαν ομαδικό πλάνο καλεσμένων, για να γράψει καλά η κάμερα.
Διότι, κακά τα ψέματα, στο Παλλάς φάνηκε κάτι που όλοι ψιθυρίζουν, αλλά κανείς δεν θέλει να πει καθαρά: ο ΣΥΡΙΖΑ που απέμεινε – μαζί με τα παρακλάδια, τις διασπάσεις και τις «νέες αρχές» – δεν έχει ακόμη αποφασίσει αν θέλει να ενηλικιωθεί ή να παραμείνει μόνιμα γύρω από την τροχιά ενός προσώπου.
Γι’ αυτό και κανείς δεν σηκώθηκε από τον εξώστη.
Γι’ αυτό κανείς δεν είπε «ευχαριστώ, αλλά αν είμαι πολιτικός αρχηγός δεν κάθομαι στις κερκίδες».
Όλοι ξέρουν ότι η σχέση με τον Τσίπρα είναι ταυτόχρονα πρόβλημα και σωσίβιο. Είναι ο άνθρωπος που τους έφερε στην εξουσία, τους οδήγησε στην ήττα, τους διέσπασε, αλλά εξακολουθεί να αποτελεί το μοναδικό όνομα με πραγματική αναγνωρισιμότητα στον χώρο τους. Το παραδέχονται με τον πιο έμπρακτο τρόπο: αποδέχονται όχι μόνο την κριτική του, αλλά και τη χωροταξική του ταξινόμηση.
Το ζήτημα, βέβαια, δεν είναι αισθητικό. Είναι βαθιά πολιτικό.
Πώς να πείσεις την κοινωνία ότι είσαι σοβαρή πρόταση διακυβέρνησης, όταν μπροστά σε έναν πρώην αρχηγό λειτουργείς σαν λέσχη θαυμαστών; Πώς να διεκδικήσεις τον ρόλο του αντίβαρου απέναντι σε μια πανίσχυρη κυβέρνηση, όταν στη δημόσια σκηνή επιλέγεις συνειδητά θέση «θεατή με πρόσκληση», και όχι ισότιμου συνομιλητή;
Ένας δεύτερος πόλος δεν γεννιέται με συμφωνίες κορυφής πίσω από κάμερες. Γεννιέται από ανθρώπους που είναι διατεθειμένοι να πουν «όχι», ακόμη κι αν αυτό κοστίσει. Να σηκωθούν, να φύγουν, να συγκρουστούν, να χαράξουν δική τους πορεία, όχι να περιμένουν υπομονετικά στον εξώστη μήπως κάποια στιγμή ανοίξει μια θέση πιο μπροστά.
Στο Παλλάς, δυστυχώς, είδαμε το ακριβώς αντίθετο: ένα πολιτικό προσωπικό που δείχνει να φοβάται περισσότερο τη ρήξη με τον Τσίπρα, παρά τη μόνιμη περιθωριοποίησή του. Μια αντιπολίτευση που – στην πράξη – δηλώνει ότι χωρίς την έγκριση του παλιού αρχηγού δεν νιώθει άνετα ούτε να καθίσει στην πλατεία, πόσο μάλλον να διεκδικήσει κυβερνητική ευθύνη.
Το συμπέρασμα είναι σκληρό, αλλά μάλλον αναπόφευκτο: όσο ο αυτοπροσδιοριζόμενος «δεύτερος πόλος» αποδέχεται ρόλο κομπάρσου στην προσωπική παράσταση του Τσίπρα, δεν θα γίνει ποτέ πυλώνας διακυβέρνησης. Θα μείνει αυτό που φάνηκε εκείνο το βράδυ, μια συμπαθής, αλλά πολιτικά ανώριμη αυλή γύρω από έναν πρώην πρωθυπουργό που παίζει με άνεση τον ρόλο του αφηγητή της δικής του εκδοχής της Ιστορίας.
Η Ελλάδα πράγματι χρειάζεται έναν σοβαρό, συγκροτημένο, προοδευτικό δεύτερο πόλο. Χρειάζεται μια δύναμη που να μπορεί να συζητήσει με όρους κυβέρνησης, όχι με όρους φανατικού κοινού πρώτης σειράς. Όσο, όμως, όσοι φιλοδοξούν να την εκπροσωπήσουν αποδέχονται να στοιβάζονται στον εξώστη για μια θέση στο πλάνο, το κενό θα παραμένει.
Και η μόνη πραγματική «Ιθάκη» που θα βλέπουμε θα είναι ένα θέατρο γεμάτο κόσμο, αλλά με μια άδεια θέση εκεί όπου θα έπρεπε να κάθεται – επιτέλους – μια ώριμη, αυτόνομη, προοδευτική παράταξη εξουσίας.











