Η κυβέρνηση Μητσοτάκη ετοιμάζεται, στη συνεδρίαση του Υπουργικού Συμβουλίου, να παρουσιάσει ένα συνεκτικό πλαίσιο πολιτικών που «κουμπώνει» σε έναν στόχο: σταθερή σύγκλιση με την Ευρώπη σε μισθούς, πραγματικά εισοδήματα και ποιότητα ζωής, με ορίζοντα το 2030.
του Χρήστου Μυτιλινιού
Στον πυρήνα του σχεδίου βρίσκονται η νέα Κοινωνική Συμφωνία για τις Συλλογικές Συμβάσεις Εργασίας, ο Κρατικός Προϋπολογισμός και ο Πολυετής Δημοσιονομικός Προγραμματισμός 2026–2029, το Εθνικό Πρόγραμμα Ανάπτυξης 2026–2030, καθώς και η πλήρης αξιοποίηση του Ταμείου Ανάκαμψης.
Την ίδια ώρα, τα τελευταία στοιχεία της Eurostat για το πραγματικό διαθέσιμο εισόδημα και την κατανάλωση, αλλά και η νέα εκταμίευση 2,1 δισ. ευρώ από το RRF, δίνουν στην κυβέρνηση την δυνατότητα να υποστηρίξει ότι η πορεία σύγκλισης δεν είναι θεωρητική, αλλά αποτυπώνεται ήδη στις τσέπες των πολιτών.
Η Ελλάδα ανεβαίνει κατηγορία στα εισοδήματα
Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία, την εξαετία 2019–2024 το πραγματικό εισόδημα των Ελλήνων –δηλαδή αφού ληφθεί υπόψη ο πληθωρισμός και οι κρατήσεις– αυξήθηκε κατά περίπου 22,4%, επίδοση που κατατάσσει την Ελλάδα στην 5η θέση ανάμεσα στα 27 κράτη-μέλη. Την ίδια περίοδο, η κατά κεφαλήν κατανάλωση αυξήθηκε κατά 17,8%, οδηγώντας τη χώρα στο 81% του μέσου ευρωπαϊκού όρου, από περίπου 70% λίγα χρόνια πριν.
Την εικόνα συμπληρώνει η μείωση του χρέους των νοικοκυριών ως προς το εισόδημά τους, ένδειξη ότι τα εισοδήματα αυξάνονται ταχύτερα από τις οφειλές. Η κυβερνητική ανάγνωση είναι σαφής: η οικονομία δεν «αναπνέει» μόνο σε επίπεδο δείκτων, αλλά και στο επίπεδο των οικογενειακών προϋπολογισμών, χωρίς όμως –όπως τονίζεται– να υπάρχει χώρος για πανηγυρισμούς.
Το αφήγημα που χτίζεται είναι ότι η Ελλάδα απομακρύνεται από τις εστίες δημοσιονομικής αδυναμίας της Ευρωζώνης και πλησιάζει σταδιακά τις χώρες με υψηλότερα εισοδήματα, στηριζόμενη σε μια πολιτική που συνδυάζει δημοσιονομική σοβαρότητα με στοχευμένες παρεμβάσεις υπέρ της μεσαίας τάξης και των πιο ευάλωτων.
RRF, Προϋπολογισμός και ΕΠΑ: ο οδικός χάρτης έως το 2030
Στο τραπέζι του Υπουργικού Συμβουλίου βρίσκεται επίσης η νέα φάση του Εθνικού Σχεδίου «Ελλάδα 2.0». Μετά την τελευταία εκταμίευση 2,1 δισ. ευρώ, η χώρα έχει εισπράξει συνολικά 23,4 δισ. ευρώ, ήτοι το 65,2% του συνολικού προϋπολογισμού του σχεδίου.
Το 6ο αίτημα πληρωμής που εγκρίθηκε, αντιστοιχεί στην ολοκλήρωση 39 οροσήμων και στόχων, ανεβάζοντας το σύνολο στα 178, δηλαδή περίπου 48% του συνόλου – πάνω από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο του 43%. Πρόκειται για ορόσημα που δεν περιορίζονται σε «χαρτιά» και διαδικασίες, αλλά αγγίζουν παιδεία, υγεία, κοινωνικό κράτος:
- εγκατάσταση 36.200 διαδραστικών συστημάτων σε δημόσια σχολεία,
- προώθηση του Ηλεκτρονικού Φακέλου Υγείας και ενίσχυση του Προσωπικού Γιατρού,
- στοχευμένα επιδόματα σε 1,3 εκατ. δικαιούχους μέσω προπληρωμένης κάρτας.
Σε αυτό το πλαίσιο, ο Κρατικός Προϋπολογισμός 2026–2029 και το Εθνικό Πρόγραμμα Ανάπτυξης 2026–2030 έρχονται να λειτουργήσουν ως πολυετής «σκελετός» επενδύσεων, ο οποίος στηρίζεται τόσο στους εθνικούς πόρους, όσο και στη μόχλευση του RRF. Το μήνυμα είναι ότι η κυβέρνηση δεν «τρέχει» απλώς απορρόφηση, αλλά ευθυγραμμίζει τους ετήσιους προϋπολογισμούς με έναν μακροπρόθεσμο αναπτυξιακό σχεδιασμό.
Στην καρδιά του σχεδίου βρίσκεται η ενίσχυση της παραγωγικής βάσης, η στροφή σε επενδύσεις με υψηλή προστιθέμενη αξία, η επιτάχυνση του ψηφιακού και πράσινου μετασχηματισμού και η βελτίωση των υποδομών, με στόχο να δημιουργηθούν σταθερές, καλύτερα αμειβόμενες θέσεις εργασίας.
Η οικογένεια στο κέντρο της κεντροδεξιάς ατζέντας
Το οικονομικό αφήγημα της κυβέρνησης συμπληρώνεται από την πολιτική επιλογή στήριξης των οικογενειών με παιδιά, όπως αναδείχθηκε στη σημερινή παρουσία του Πρωθυπουργού στο συνέδριο για το δημογραφικό και την Ελλάδα του 2040.
Ο Κυριάκος Μητσοτάκης έστειλε σαφές μήνυμα ότι, στο πλαίσιο της ήδη ψηφισμένης μεγάλης φορολογικής μεταρρύθμισης, ο διαθέσιμος δημοσιονομικός χώρος κατευθύνεται κατά προτεραιότητα «υπέρ των οικογενειών με παιδιά και υπέρ των νέων». Η επιλογή αυτή παρουσιάζεται ως συνειδητή πολιτική απόφαση, συμβατή με τον κεντροδεξιό χαρακτήρα της παράταξης, που αντιμετωπίζει την οικογένεια ως κύτταρο κοινωνικής συνοχής και όχι απλώς ως μια κατηγορία δικαιούχων επιδομάτων.
Η σύνδεση είναι διπλή:
- Από τη μία, η βελτίωση των εισοδημάτων και η σταθεροποίηση της οικονομίας δημιουργούν τις προϋποθέσεις για πιο γενναίες παρεμβάσεις υπέρ της οικογένειας.
- Από την άλλη, η αντιμετώπιση του δημογραφικού παρουσιάζεται ως προϋπόθεση διατηρήσιμης ανάπτυξης και βιωσιμότητας του ασφαλιστικού και του κοινωνικού κράτους.
Με άλλα λόγια, η κυβέρνηση επιχειρεί να δείξει ότι η Κοινωνική Συμφωνία για τις ΣΣΕ, η πορεία σύγκλισης των εισοδημάτων, η αξιοποίηση του RRF και η στήριξη των οικογενειών δεν είναι αποσπασματικές πρωτοβουλίες, αλλά κομμάτια του ίδιου στρατηγικού σχεδίου.
Από τα μνημόνια στην Κοινωνική Συμφωνία
Στο φόντο όλων αυτών, η νέα Κοινωνική Συμφωνία για τις Συλλογικές Συμβάσεις Εργασίας λειτουργεί ως πολιτικό και συμβολικό σημείο καμπής. Για πρώτη φορά, μια τέτοια συμφωνία φέρει την υπογραφή όλων των εθνικών κοινωνικών εταίρων και της Πολιτείας, καταργεί στην πράξη τους τελευταίους μνημονιακούς περιορισμούς στο πεδίο των ΣΣΕ και ανοίγει τον δρόμο για περισσότερες συλλογικές ρυθμίσεις με πλήρη μετενέργεια των όρων εργασίας.
Η κυβέρνηση επιχειρεί να αξιοποιήσει αυτή την εξέλιξη ως γέφυρα ανάμεσα στο τραύμα της μνημονιακής δεκαετίας και στη νέα εποχή σύγκλισης και ανάπτυξης, χωρίς να αγνοεί –τουλάχιστον σε επίπεδο ρητορικής– ότι υπάρχει ακόμα κοινωνική κόπωση, ανισότητες και πιεσμένοι οικογενειακοί προϋπολογισμοί.
Το μήνυμα προς τους πολίτες είναι ότι η Ελλάδα έχει εισέλθει σε μια διαφορετική φάση: με εισόδημα που ανεβαίνει, με επενδύσεις που τρέχουν, με εργασιακούς κανόνες που σταθεροποιούνται και με την οικογένεια και τους νέους στο επίκεντρο των αποφάσεων.
Το αν αυτό το αφήγημα θα γίνει πλήρως πειστικό στην κοινωνία, θα το κρίνει η καθημερινότητα. Η κυβέρνηση, πάντως, δείχνει να έχει επιλέξει σαφώς το πεδίο στο οποίο θέλει να δώσει τη μάχη της επόμενης περιόδου.












