Ως μοναδική ευκαιρία για ακόμη μεγαλύτερες αποδόσεις βλέπουν στην Ελλάδα οι ξένοι οίκοι και τα funds, δίνοντας και άλλους πόντους στο success story της οικονομίας, έχοντας ως οδηγό τις μετοχές των τραπεζών.
Η χώρα μας, όπως αναφέρει ο Λουκάς Γεωργιάδης σε ρεπορτάζ του στην εφημερίδα «Political»,αποτελεί πλέον μία από τις κορυφαίες επιλογές, καθώς η κυβέρνηση έχει καταφέρει να επιτύχει υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα, ραγδαία μείωση του χρέους και παράλληλη ενίσχυση των εισοδημάτων μέσω άμεσων ενισχύσεων και μειωμένης φορολογίας, όταν την ίδια στιγμή η συντριπτική πλειονότητα των χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης αναγκάζεται να προχωρήσει σε προγράμματα λιτότητας.
Αυτή είναι η ειδοποιός διαφορά ανάμεσα στην Ελλάδα και τους υπόλοιπους εταίρους, γεγονός που αποδεικνύει την ανθεκτικότητα της οικονομίας.
Επιπλέον, υπάρχει η προσδοκία για συνέχιση της ανοδικής δυναμικής, όταν και οι υπόλοιπες χώρες θα επανέλθουν στα… συγκαλά τους!
Τα παραπάνω αποδεικνύονται από την «καταιγίδα» θετικών αξιολογήσεων και αναλύσεων κατά το τελευταίο διάστημα.
Η τελευταία αναβάθμιση από τον αμερικανικό οίκο Fitch δίνει ακόμη μεγαλύτερη αβάντα στα ξένα funds ώστε να παραμείνουν σταθερά στις επιλογές τους για την αγορά ελληνικών ομολόγων και μετοχών.
Προσδοκίες για νέες αναβαθμίσεις το 2026
Αυτήν τη στιγμή η Ελλάδα φαντάζει ως η μοναδική χώρα που διαθέτει ένα πειστικό αφήγημα για το 2026, καθώς η ανάπτυξη θα παραμείνει ισχυρή τουλάχιστον για την επόμενη διετία, το πρωτογενές πλεόνασμα θα συνεχίσει να κινείται σε υψηλά επίπεδα, το χρέος θα συνεχίσει να υποχωρεί σημαντικά, ενώ οι επενδύσεις θα «τρέξουν» με διπλάσιο ρυθμό σε σχέση με το 2025.
Επιπλέον, έχουν καλλιεργηθεί θετικές προσδοκίες για νέες αναβαθμίσεις μέσα στο 2026, γεγονός που αυξάνει τις πιθανότητες ισχυρών αποδόσεων για όσους τοποθετηθούν ακόμη και τώρα σε ελληνικά περιουσιακά στοιχεία.
Μάλιστα, πρέπει να σημειωθεί ότι ως «κράχτες» λειτουργούν η εξαγορά του Χρηματιστηρίου Αθηνών από τον Όμιλο Euronext και οι ενεργειακές συμφωνίες που υπογράφηκαν πρόσφατα με τους Αμερικανούς, σε συνδυασμό με τα μεγάλα deals στις δημόσιες υποδομές και την ψηφιοποίηση του κράτους.
Από την άλλη, πρέπει να σημειωθεί ότι το 2026 θα είναι έτος επιβράδυνσης της διεθνούς οικονομίας, οπότε η ελληνική με τους ισχυρούς ρυθμούς ανάπτυξης άνω του 2% αποτελεί μια μοναδική επενδυτική ευκαιρία για τους ξένους
Το πιο σημαντικό στοιχείο που καθορίζει τις κινήσεις των ξένων θεσμικών χαρτοφυλακίων είναι το συγκριτικό πλεονέκτημα του ελληνικού τραπεζικού κλάδου, ο οποίος είναι -αν όχι ο φθηνότερος- από τους φθηνότερους σε πανευρωπαϊκό επίπεδο.
Η πολιτική σταθερότητα, η μείωση χρέους και το υπερπλεόνασμα
Σε κάθε περίπτωση, οι φθηνές αποτιμήσεις στο Χρηματιστήριο Αθηνών και η ραγδαία μείωση του δημόσιου χρέους αποτελούν την πυξίδα για τους επενδυτές, κάτι που φαίνεται και από τις συστάσεις που γίνονται από τους διεθνείς οίκους.
Αυτήν τη στιγμή η Ελλάδα θεωρείται αγορά «αυξημένου βάρους», γεγονός που σημαίνει ότι οι ξένοι επενδυτές δεν περιορίζονται σε κάποιες χαμηλές ποσοστώσεις ως προς τις τοποθετήσεις τους σε ελληνικά περιουσιακά κριτήρια.
Δηλαδή, εκτίθενται σε μεγαλύτερο ρίσκο, έχοντας τη σιγουριά της πολιτικής σταθερότητας, των υψηλών ρυθμών ανάπτυξης, του υπερπλεονάσματος και της ταχύτατης μείωσης του δημόσιου χρέους.
Στην τελευταία έκθεση αναβάθμισης της πιστοληπτικής αξιολόγησης των ελληνικών τραπεζών από τον αμερικανικό οίκο Fitch, σε συνέχεια της αντίστοιχης αναβάθμισης της ελληνικής οικονομίας, επισημαίνεται ότι πέραν των θετικών δημοσιονομικών και μακροοικονομικών προσδοκιών, ένα επιπλέον στοιχείο που καθιστά ελκυστική την Ελλάδα είναι η ραγδαία μείωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων.
Πιο συγκεκριμένα, το ποσοστό αναμένεται να περιοριστεί στο 2,5%, δηλαδή στον ευρωπαϊκό μέσο όρο, κάτι που καταγράφεται αυτήν τη στιγμή στα μεγέθη όλων των τραπεζικών ομίλων.
Εν κατακλείδι, το ελληνικό success story αναμένεται να εμφανίσει πιο ισχυρή δυναμική μέσα στην επόμενη διετία και έως τις εκλογές του 2027, χωρίς ωστόσο να υπάρχει και η ανάλογη σιγουριά για την επόμενη μέρα…












