Η περιουσία των ελληνικών νοικοκυριών φτάνει πλέον σε επίπεδα που δεν έχουν καταγραφεί τα τελευταία 15 χρόνια, με σταθερή ανάκαμψη από το 2022 και έπειτα.
Η ανάλυση της Alpha Bank δείχνει ότι τα περιουσιακά στοιχεία έχουν ανακτήσει μεγάλο μέρος των απωλειών από την κορύφωση της οικονομικής κρίσης.
Σύμφωνα με στοιχεία της ΕΚΤ, ο ακαθάριστος πλούτος των νοικοκυριών ξεπέρασε το 1 τρισ. ευρώ το πρώτο τρίμηνο του 2025, φτάνοντας σε υψηλό που παρατηρήθηκε τελευταία φορά το 2011.
Η άνοδος οφείλεται τόσο σε χρηματοοικονομικά όσο και σε μη χρηματοοικονομικά περιουσιακά στοιχεία, με τα ακίνητα να παραμένουν κυρίαρχα.
Η Alpha Bank επισημαίνει την σημασία της παρακολούθησης της μεταβολής της σύνθεσης του συνολικού πλούτου ανά κατηγορία στοιχείου τα τελευταία χρόνια.
Η ανάλυση εξετάζει τη δομή του πλούτου των ελληνικών νοικοκυριών, ταξινομώντας τα σε δεκατημόρια βάσει καθαρού πλούτου, όπως καταγράφει η ΕΚΤ, και συγκρίνει τα δεδομένα με αυτά της Ευρωζώνης.
Τα ευρήματα αποκαλύπτουν κοινά χαρακτηριστικά αλλά και σημαντικές αποκλίσεις, τόσο μεταξύ των ελληνικών νοικοκυριών όσο και σε σχέση με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο.
Ο χρηματοοικονομικός πλούτος περιλαμβάνει καταθέσεις, ομόλογα, εισηγμένες μετοχές, μη εισηγμένες συμμετοχές, αμοιβαία κεφάλαια και ασφαλιστικά προϊόντα ζωής. Ο μη χρηματοοικονομικός πλούτος περιλαμβάνει κυρίως ακίνητα και πάγια εκτός κατοικιών.
Το πρώτο τρίμηνο του 2018, όταν είχε ξεκινήσει η ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας, ο συνολικός ακαθάριστος πλούτος των νοικοκυριών διαμορφωνόταν στα 0,8 τρισ. ευρώ, με το 73% να αφορά μη χρηματοοικονομικό και το 27% χρηματοοικονομικό πλούτο.
Επτά χρόνια αργότερα, ο συνολικός ακαθάριστος πλούτος έχει ενισχυθεί κατά πάνω από 200 δισ. ευρώ, με τη σύνθεση να μεταβάλλεται υπέρ του χρηματοοικονομικού πλούτου (67% – 33%).
Η αξία όλων των κατηγοριών περιουσιακών στοιχείων αυξήθηκε την περίοδο αυτή, όμως η ενίσχυση των υποκατηγοριών του χρηματοοικονομικού πλούτου ήταν πιο έντονη.
Σύμφωνα με την Alpha Bank, αυτό αντανακλά παράγοντες όπως η αναβάθμιση της πιστοληπτικής ικανότητας της χώρας και η ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας.
Ο χρηματοοικονομικός επιχειρηματικός πλούτος ενίσχυσε περισσότερο το μερίδιό του, ακολουθούμενος από τα αμοιβαία/επενδυτικά κεφάλαια, τα ομόλογα και τις εισηγμένες μετοχές, ενώ το μερίδιο καταθέσεων και ασφαλιστικών προϊόντων ζωής παρέμεινε ουσιαστικά σταθερό.
Η ανάλυση της κατανομής του πλούτου αποκαλύπτει ότι στην Ελλάδα, για το 90% των νοικοκυριών, ο πλούτος προέρχεται κυρίως από ακίνητα – στοιχείο που συνδέεται με το υψηλό ποσοστό ιδιοκατοίκησης στη χώρα. Αντίθετα, το πλουσιότερο 10% διαθέτει μεγαλύτερη διαφοροποίηση περιουσιακών στοιχείων, με την αναλογία μη χρηματοοικονομικού προς χρηματοοικονομικό πλούτο να διαμορφώνεται στο 55% – 45% και σημαντικό μερίδιο (13%) σε λοιπές μορφές χρηματοοικονομικού πλούτου.












