Ένα «γράμμα» για τα ΕΛΤΑ, την υποκρισία των βουλευτών και την πραγματική έννοια της λέξης «μεταρρύθμιση»
Η λέξη «αναδιάρθρωση» ακούγεται ωραία σε PowerPoint. Είναι ευέλικτη, ουδέτερη, σχεδόν μοντέρνα. Τη λες και νιώθεις κάπως καθαρός, τεχνοκρατικός, σαν να φοράς γκρίζο κοστούμι και να κρατάς laser pointer. Όμως η πραγματικότητα είναι πιο απλή και πιο «ωμή».
Αναδιάρθρωση σημαίνει αίμα. Όχι στις αίθουσες συνεδριάσεων, αλλά στα χωριά, στα ταχυδρομεία, στα πρόσωπα των υπαλλήλων που θα μάθουν ότι ο «εκσυγχρονισμός» τους τελείωσε. Και μαζί τα 280 εκατ. που απαιτήθηκαν για αυτόν.
Γιατί, ας μην κοροϊδευόμαστε:
Δεν υπάρχει καμία αναδιάρθρωση χωρίς απολύσεις.
Δεν υπάρχει τεχνοκράτης που να ξεκινάει το «κόψιμο κόστους» από οπουδήποτε αλλού εκτός από το μισθολογικό.
Δεν υπάρχει Excel που να δείχνει ανθρώπους, μόνο νούμερα που πρέπει να μικρύνουν.
Κι έτσι, ο κ. Σκλήκας έκανε αυτό που κάνει κάθε σύγχρονος μάνατζερ που σέβεται τον εαυτό του – πήγε να «σώσει» έναν οργανισμό, ξεκινώντας από το να τον μικρύνει. Η αγορά πέφτει, το προσωπικό γερνάει, τα κόστη τρέχουν. Οκ. Αλλά πίσω από κάθε «μη βιώσιμο κατάστημα» υπάρχει μια γιαγιά που περιμένει τη σύνταξή της, ένας αγρότης που στέλνει δικαιολογητικά για επιδοτήσεις, ένας φοιτητής που παραλαμβάνει ένα δέμα από τη μάνα του.
Αυτά δεν τα γράφει το PowerPoint.
Η κυβέρνηση τώρα θέλει να «επικοινωνήσει» το θέμα. Μα, δεν είναι επικοινωνιακό πρόβλημα, είναι υπαρξιακό. Δεν σώζεται με τρίμηνες παρατάσεις και ωραία δελτία Τύπου. Όταν έχεις έναν οργανισμό που κρατά ζωντανό το τελευταίο σημείο επαφής του κράτους με την ύπαιθρο, δεν του δίνεις αναβολή, του δίνεις νόημα.
Τα ΕΛΤΑ ήταν, για δεκαετίες, ο τελευταίος πυλώνας κοινωνικής υπηρεσίας. Ένα γραφείο σε ένα χωριό που δεν έχει ούτε φαρμακείο ούτε τράπεζα. Ένας υπάλληλος που ξέρει όλους με το μικρό τους όνομα, που αφήνει γράμματα στο μπακάλικο όταν δεν βρίσκει τον παραλήπτη, που φέρνει το φάρμακο από το Κέντρο Υγείας στον παππού. Αυτό θα εξαφανιστεί, και κανείς δε θα το αντικαταστήσει.
Η «μετάβαση» που υπόσχονται δεν είναι τίποτα άλλο από μια αργή επιστροφή στη δεκαετία του ’50, όπου τα δέματα θα παραδίδονται στο καφενείο, αν φυσικά έχει απομείνει καφενείο. Η αγορά – λένε – θα καλύψει τα κενά. Ναι, όπως κάλυψε και την επαρχία με τράπεζες, γιατρούς, λεωφορεία και σχολεία.
Οι βουλευτές, βέβαια, εξανέστησαν. Έξαλλοι, λέει, πέρασαν 30 απ’ το γραφείο του Κακλαμάνη.
Μα φυσικά, οι εκλογές έρχονται και οι «κερατάδες» (όπως αυτοσαρκάστηκε ο Καράογλου) μαθαίνουν τελευταίοι. Δεν αγανάκτησαν για τις απολύσεις. Αγανάκτησαν γιατί δεν τους ενημέρωσαν εγκαίρως για να πουν πρώτοι «όχι». Γιατί η υποκρισία, όπως και το πολιτικό κόστος, μετριέται ανά περιφέρεια.
Κι όμως, πίσω από τις φωνές τους υπάρχει ένας φόβος πιο βαθύς: ότι ήρθε η ώρα να αποφασίσουν αν θα παραμείνουν φρουροί ενός παλιού συστήματος ή αν θα κάνουν μια ηρωική έξοδο, όχι για τις επόμενες εκλογές, αλλά για τις μεθεπόμενες.
Γιατί το να διαφωνήσεις με τον τεχνοκράτη όταν το καράβι μπάζει νερά, είναι μια πράξη σωτηρίας του εαυτού σου, όχι του πλοίου.
Το πρόβλημα, τελικά, δεν είναι ο Σκλήκας. Είναι η νοοτροπία του «μάνατζερ-γιατρού» που κόβει πρώτα το πόδι για να σώσει τον ασθενή.
Και η κοινωνία, αποδεχόμενη το αφήγημα, χειροκροτεί την «αναδιάρθρωση», μέχρι να συνειδητοποιήσει ότι το πόδι ήταν το δικό της.
Τι θα έπρεπε να συμβεί; Όχι άλλη επιτροπή. Όχι άλλη επικοινωνία.Να ειπωθεί καθαρά: ή θέλουμε δημόσιες υπηρεσίες που έχουν κοινωνικό ρόλο ή όχι.
Αν ναι, τότε τα ΕΛΤΑ δεν είναι «εταιρεία». Είναι δημόσιο αγαθό και χρειάζονται επενδύσεις, όχι Excel.
Αν όχι, τότε ας το παραδεχτούμε: Η Ελλάδα του 2030 θα παραλαμβάνει τα δέματά της από το καφενείο, μαζί με τον λογαριασμό του ρεύματος και μια σόδα.
Στην εποχή που ο καθένας μπορεί να στείλει ένα φάρμακο με drone αλλά όχι ένα γράμμα χωρίς ουρά, τα ΕΛΤΑ δεν χρειάζονται «τεχνοκράτες».
Χρειάζονται ανθρώπους που να θυμούνται γιατί υπήρξαν.
Κι αυτό, δυστυχώς, δεν αναδιαρθρώνεται.
του Δημήτρη Δραγώγια











