Η αποκάλυψη των Financial Times ότι ο Ντόναλντ Τραμπ κάλεσε τον Βολοντίμιρ Ζελένσκι να αποδεχθεί τους όρους της Ρωσίας για τον τερματισμό του πολέμου, άνοιξε έναν νέο κύκλο συζητήσεων γύρω από το πώς διαμορφώνεται η ισορροπία ισχύος ανάμεσα σε Ουάσιγκτον, Μόσχα και Κίεβο.
Η πληροφορία ότι ο Τραμπ πρότεινε την παράδοση του Ντονμπάς στη Ρωσία, επικαλούμενος όσα του είπε ο Βλαντιμίρ Πούτιν την προηγουμένη, δεν αφήνει περιθώρια παρερμηνειών: ο Ρώσος πρόεδρος έχει πετύχει να μετακινήσει τη συζήτηση από το πεδίο των μαχών στο τραπέζι των ανταλλαγμάτων.
Από τη Γάζα στο Κίεβο – η αμερικανική στροφή στην “ειρηνοποίηση”
Ο Τραμπ, μετά τη συμφωνία κατάπαυσης του πυρός στη Γάζα, εμφανίζεται πρόθυμος να επαναλάβει το ίδιο μοντέλο και στην Ουκρανία: έναν παγωμένο πόλεμο με πολιτικό περιτύλιγμα ειρήνης.
Η λογική του είναι απλή: αποφεύγονται νέες αμερικανικές δαπάνες, περιορίζεται η στρατιωτική εμπλοκή και παρουσιάζεται στο εσωτερικό των ΗΠΑ ως πρόεδρος που «σταματά τους πολέμους».
Όμως η ειρήνη που περιγράφεται δεν είναι τίποτα περισσότερο από επισημοποίηση της κατοχής. Ο Πούτιν, σύμφωνα με τις πηγές των FT, ζήτησε ολόκληρο το Ντονμπάς, προσφέροντας ως «αντάλλαγμα» μικρές λωρίδες στη Χερσώνα και τη Ζαπορίζια — ένα διπλωματικό τέχνασμα που μετατρέπει τον θύτη σε διαπραγματευτή.
Η Μόσχα ελέγχει το πλαίσιο, όχι μόνο το έδαφος
Η ρωσική ηγεσία γνωρίζει ότι οι στρατιωτικές επιχειρήσεις έχουν φτάσει σε σημείο κορεσμού. Η επίτευξη πλήρους νίκης είναι ανέφικτη, αλλά η διατήρηση των σημερινών συνόρων ως “πραγματικότητα επί του εδάφους” είναι απολύτως εφικτή.
Αυτό επιδιώκει να κατοχυρώσει ο Πούτιν μέσα από την αμερικανορωσική διαπραγμάτευση.
Αν η Ουκρανία αποδεχθεί ένα τέτοιο πάγωμα, θα σημαίνει παραχώρηση κυριαρχίας χωρίς εγγυήσεις επιστροφής — μια κατάσταση παρόμοια με εκείνη της Κορέας ή της Κριμαίας μετά το 2014.
Η διαφορά είναι ότι τώρα το Κρεμλίνο επιτυγχάνει την παγίωση όχι μέσω νίκης, αλλά μέσω της διπλωματικής κόπωσης της Δύσης.
Ο Ζελένσκι στο πιο δύσκολο σταυροδρόμι
Ο Ουκρανός πρόεδρος βρίσκεται πλέον αντιμέτωπος με τον μεγαλύτερο στρατηγικό εκβιασμό της θητείας του.
Αν αρνηθεί, κινδυνεύει να απομονωθεί διεθνώς και να χάσει τη στήριξη των ΗΠΑ· αν αποδεχθεί, θα κατηγορηθεί στο εσωτερικό ότι νομιμοποίησε την κατοχή.
Η προσπάθειά του να μεταστρέψει τον Τραμπ υπέρ ενός «παγώματος στις υφιστάμενες γραμμές» δείχνει απλώς τη διάθεση να αποτρέψει τη de jure απώλεια του Ντονμπάς.
Ωστόσο, ακόμα κι αυτό το σενάριο αφήνει την Ουκρανία χωρίς σαφές στρατηγικό πλεονέκτημα και την Ρωσία με κεκτημένα που δύσκολα θα ανατραπούν.
Η Μόσχα κερδίζει χρόνο, η Δύση χάνει στρατηγική
Η εξέλιξη αυτή επιβεβαιώνει την αλλαγή παραδείγματος στη διεθνή πολιτική:
οι πόλεμοι δεν τελειώνουν πλέον με στρατιωτικούς όρους, αλλά με διαπραγματευτικούς εκβιασμούς.
Η Μόσχα έχει πια τη δυνατότητα να συνομιλεί ως ισότιμος συνομιλητής με τις ΗΠΑ, γεγονός που ενισχύει το αφήγημα περί «νέας πολυπολικότητας».
Για την Ευρώπη, η προοπτική μιας «ειρηνευτικής συμφωνίας» που θα αφήνει τη Ρωσία με σημαντικά εδαφικά κέρδη ισοδυναμεί με γεωπολιτικό πισωγύρισμα δεκαετιών. Η Ε.Ε. κινδυνεύει να βρεθεί θεατής στην ίδια της τη γειτονιά, χωρίς ρόλο στη διαμόρφωση των εξελίξεων.
Προς μια νέα Γιάλτα;
Η πιθανότητα δεύτερης συνάντησης κορυφής Τραμπ–Πούτιν στη Βουδαπέστη τις επόμενες εβδομάδες δεν είναι απλώς διπλωματικό γεγονός· είναι το προοίμιο ενός νέου χάρτη ισχύος.
Όπως στη Γιάλτα του 1945, οι μεγάλες δυνάμεις καθορίζουν τα σύνορα άλλων κρατών, χωρίς τη συναίνεσή τους.
Η Ουκρανία κινδυνεύει να γίνει το πρώτο θύμα αυτής της μεταπολεμικής διπλωματίας, στην οποία η ειρήνη λειτουργεί ως άλλοθι για την αποδοχή της ήττας.
Το τηλεφώνημα Πούτιν–Τραμπ και η συνάντηση με τον Ζελένσκι σηματοδοτούν τη μετάβαση από τη φάση των πολεμικών συγκρούσεων στη φάση των γεωπολιτικών ανταλλαγών.
Η Ρωσία προτείνει «ειρήνη» με τους δικούς της όρους, οι ΗΠΑ δείχνουν πρόθυμες να ακούσουν, και η Ουκρανία προσπαθεί να κρατήσει την ανεξαρτησία της όχι με όπλα, αλλά με αντοχή στην πίεση.
Αν το σχέδιο αυτό υλοποιηθεί, θα πρόκειται για την πιο ύπουλη νίκη του Πούτιν: μια νίκη που δεν θα κερδηθεί στο πεδίο, αλλά στο τραπέζι.