Η βραδιά της 6ης Δεκεμβρίου 2008 έχει χαραχτεί στη μνήμη της κοινωνίας μας σαν μια κομβική στιγμή. Ο 15χρονος Αλέξανδρος Γρηγορόπουλος έπεσε θύμα μιας απρόκλητης ενέργειας, όταν ο ειδικός φρουρός Επαμεινώνδας Κορκονέας τον πυροβόλησε εν ψυχρώ στα Εξάρχεια.
Κάθε χρόνο, καθώς πλησιάζουν οι γιορτές, η μνήμη του Αλέξανδρου επανέρχεται. Η σκέψη επιστρέφει στη μητέρα που δεν ξαναείδε το παιδί της. Δεκαεφτά χρόνια έχουν περάσει από την τραγική αυτή νύχτα, και σήμερα, στην επέτειο του θανάτου του, πολίτες και μαθητές ετοιμάζονται να συγκεντρωθούν στο σημείο όπου έσβησε η ζωή του.
Στη γωνία όπου έπεσε, το φως της μνήμης δεν έχει σβήσει. Χιλιάδες άνθρωποι θα περπατήσουν στους δρόμους της Αθήνας, διατρανώνοντας ότι δεν έχουν ξεχάσει. Μεταξύ τους, νέοι που δεν είχαν γεννηθεί το 2008, αλλά και μεγαλύτεροι που βίωσαν τις ταραγμένες μέρες εκείνης της εποχής, θα συγκεντρωθούν στη γωνία που σφράγισε την ιστορία.
Ορισμένοι θα αφήσουν λουλούδια, άλλοι θα ανάψουν κεράκια. Πολλοί θα επιλέξουν τη σιωπή, μια σιωπή που συχνά μιλά πιο δυνατά από τα συνθήματα.
Δεκαεφτά χρόνια μετά, δεν είναι η οργή που κυριαρχεί, αλλά μια διαρκής πληγή. Αυτή η πληγή δεν κλείνει, ούτε ξεχνιέται. Ο Αλέξανδρος δεν πρόλαβε να ενηλικιωθεί – έμεινε για πάντα στα 15, η εικόνα του παραμένει παγωμένη στο χρόνο και το όνομά του έχει γίνει σύμβολο αγώνα.
Η δολοφονία που σημάδεψε μια ολόκληρη γενιά
Η δολοφονία του Γρηγορόπουλου έχει σημαδέψει μια ολόκληρη γενιά. Στις 9 το βράδυ της 6ης Δεκεμβρίου 2008, μια φαινομενικά συνηθισμένη περιπολία στις γειτονιές των Εξαρχείων εξελίχθηκε σε μια από τις πιο σκοτεινές στιγμές της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας.
Στη διασταύρωση των οδών Τζαβέλα και Μεσολογγίου, η συνάντηση ανάμεσα στον ειδικό φρουρό Επαμεινώνδα Κορκονέα και μια ομάδα νεαρών, μεταξύ των οποίων και ο Αλέξανδρος, αποτέλεσε την αφορμή για μια κοινωνική έκρηξη που θα παρέλυε τη χώρα για ημέρες.
Όλα ξεκίνησαν με μια λεκτική αντιπαράθεση ανάμεσα στους νεαρούς και τους ειδικούς φρουρούς. Αρχικά, οι αστυνομικοί απομακρύνθηκαν από το σημείο, αλλά σύντομα επέστρεψαν. Καθώς η ένταση κλιμακωνόταν, ο Κορκονέας τράβηξε το όπλο του, και τρεις πυροβολισμοί αντήχησαν στα στενά.
Από τις σφαίρες, μια βρήκε τον Αλέξανδρο, ο οποίος κατέρρευσε ακαριαία. Διακομίστηκε στον «Ευαγγελισμό», όπου δυστυχώς διαπιστώθηκε το μοιραίο.
Οι δύο ειδικοί φρουροί ισχυρίστηκαν ότι δέχθηκαν επίθεση, ενώ η αστυνομία αρχικά μίλησε για «εξοστρακισμό» της σφαίρας. Η είδηση του θανάτου του Αλέξανδρου προκάλεσε μια κοινωνική ανάταση όπως καμία άλλη. Από τις 7 έως τις 10 Δεκεμβρίου, οι δρόμοι γέμισαν από κόσμο.
Μαθητές, φοιτητές και εργαζόμενοι διαδήλωναν καθημερινά, ζητώντας δικαιοσύνη και καταγγέλλοντας την αστυνομική αυθαιρεσία. Σχολεία καταλήφθηκαν και οι πορείες σε πολλές πόλεις συχνά κατέληγαν σε βίαιες συγκρούσεις.
Στην Αθήνα, οι καταστροφές ήταν εκτενείς, με δημόσια κτίρια, τράπεζες και καταστήματα να γίνονται στόχοι των διαδηλωτών, δημιουργώντας ένα σκηνικό που θύμιζε εξέγερση.
Σήμερα, το όνομα του Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου παραμένει ένα ισχυρό σύμβολο, και οι μνήμες από εκείνες τις μέρες συνεχίζουν να ζωντανεύουν στα σημεία που σημάδεψαν την ιστορία μας.












