Η Ελλάδα έχει μια παράδοση να μεγαλώνει τα παιδιά της με φιλόδοξα όνειρα: «να γίνεις κάτι», «να προκόψεις», «να πάρεις ένα σπίτι», «να φτιάξεις τη ζωή σου». Στο μεταξύ, όμως, η πραγματικότητα έφτιαξε τις δικές της οδηγίες χρήσης. Για τη σημερινή γενιά των 20-35, η επιτυχία δεν είναι πια τα μεγάλα, εντυπωσιακά πράγματα. Είναι το μικρό, το ταπεινό, το διαχειρίσιμο.
του Γιώργου Καραμανλή
Δεν ονειρεύονται χρήματα, αλλά ηρεμία. Δεν κυνηγούν τον τίτλο του CEO, αλλά το προνόμιο να σχολάσουν στην ώρα τους. Δεν θέλουν penthouse στον Λυκαβηττό, αλλά ένα διαμέρισμα που να μην απορροφά το 78% του μισθού. Και αν τους ρωτήσεις για «μεγάλα οράματα», θα σου πουν κάτι απλό: «Να μπορώ να κοιμηθώ χωρίς να μου χτυπάει το άγχος την πόρτα στις τρεις το πρωί».
Αυτή η μετατόπιση δεν είναι έλλειψη φιλοδοξίας αλλά το αποτέλεσμα μιας εποχής που δεν άφησε χώρο για να ονειρευτείς χωρίς να κουραστείς. Η Gen Z μεγάλωσε σε μια δεκαετία που η κρίση ήταν το φυσιολογικό, η ακρίβεια το μόνιμο, η εργασιακή ανασφάλεια το αυτονόητο. Πώς να ονειρευτείς πλούτη όταν δυσκολεύεσαι να καλύψεις το σουπερμάρκετ της εβδομάδας; Πώς να ψάξεις «νόημα» όταν το μεγαλύτερο άγχος σου είναι ότι το νοίκι ανέβηκε 150 ευρώ;
Αν η προηγούμενη γενιά πίστευε στο success story, η σημερινή πιστεύει στο survival story. Και αυτό, όσο κυνικό και αν ακούγεται, είναι απολύτως λογικό. Γιατί όταν μεγαλώνεις σε μια χώρα που σου μαθαίνει -από πολύ νωρίς- ότι τίποτα δεν είναι σταθερό, το μόνο που ζητάς είναι σταθερότητα. Όχι για να μην ανησυχείς. Αλλά για να μην τρελαθείς.
Δεν είναι ότι οι νέοι δεν θέλουν να πετύχουν. Θέλουν. Απλώς δεν θέλουν να πεθάνουν προσπαθώντας. Προτιμούν την ισορροπία από τα βραβεία, τη γαλήνη από το υπερθέαμα. Το σύγχρονο ελληνικό όνειρο χωράει σε μια φράση που κάποτε θα θεωρούσαμε αστεία: «Θέλω μια ήσυχη ζωή». Κι όμως, αυτή η φράση σήμερα είναι επαναστατική.
Ο κόσμος αλλάζει. Οι φιλοδοξίες αλλάζουν. Και ίσως το πιο ριζοσπαστικό όραμα της σημερινής γενιάς να είναι το πιο απλό: όχι να ανέβει ψηλά, αλλά να σταθεί όρθια.











