Μόλις 10 χρόνια περίπου πριν, η Ζωή Κωνσταντοπούλου εξελέγη πρόεδρος της Βουλής, τον Φεβρουάριου του 2025 με 235 ψήφους.
Μάλιστα έκανε ένα ιστορικό ρεκόρ, πολλά υποσχόμενο για μία νέα σελίδα στην πολιτική με τη δυναμική της εικόνα να κεντρίζει τα βλέμματα.
Στον απολογισμό όμως δέκα χρόνια μετά, σύμφωνα με το ρεπορτάζ της Political και του Χρήστου Μυτιλινιού, η ίδια ακόμη «κρατάει» τη θέση της στο επίκεντρο, αλλά όχι για τη θεσμική της πορεία, αλλά για τη μόνιμη τοξικότητα που τη συνοδεύει. Από την πρώτη στιγμή που ανέλαβε τα καθήκοντά της, η Κωνσταντοπούλου διαμόρφωσε ένα προφίλ «ανυπότακτης». Δημιούργησε την Επιτροπή Αλήθειας Δημοσίου Χρέους, μίλησε για «επαχθές» και «παράνομο» χρέος και συγκρούστηκε με τους πάντες: υπουργούς, δημοσιογράφους, τεχνοκράτες, ακόμη και με συναδέλφους της του ΣΥΡΙΖΑ.
Στην πράξη όμως αυτή η ρητορική αντίστασης δεν οδήγησε ποτέ σε ουσιαστική πολιτική αλλαγή. Οδήγησε αντίθετα στη σύγκρουση όλων εναντίον όλων, με την ίδια στο κέντρο ενός διαρκούς καβγά που έμελλε να γίνει η πολιτική της ταυτότητα.
Ασταμάτητη τοξικότητα
Η Κωνσταντοπούλου ουδέποτε έκρυψε τη φιλοδοξία της να σταθεί απέναντι στο «σύστημα». Μόνο που το «σύστημα» αυτό έπαψε γρήγορα να έχει συγκεκριμένα όρια: άλλοτε ήταν τα μνημόνια, άλλοτε η δημοσιογραφία, άλλοτε οι συνάδελφοί της.
Από το 2015 έως σήμερα έχει συγκρουστεί με κάθε πιθανό και απίθανο αντίπαλο, συχνά χωρίς τεκμηρίωση, αλλά με καταιγισμό χαρακτηρισμών.
- Το 2015 δημοσιογράφοι του ΣΚΑΪ και του Καναλιού της Βουλής την κατηγόρησαν για απαξιωτική συμπεριφορά και λογοκρισία.
- Την ίδια περίοδο ο Ευάγγελος Βενιζέλος κατήγγειλε δημοσίως ότι «ο θεσμός της προεδρίας της Βουλής ευτελίζεται».
- Το 2017 η Ζωή «ανέβαζε μπάρες» στα διόδια δηλώνοντας πως «ο πολίτης δεν πληρώνει το άδικο».
- Το 2023 η Πλεύση Ελευθερίας επέστρεψε στη Βουλή και μαζί της επέστρεψαν οι ίδιες συνήθειες: λεκτικές εκρήξεις, θεωρίες συνωμοσίας, δημόσιες προσβολές.
Η τοξικότητα δεν περιορίζεται σε πολιτική αντιπαράθεση· είναι τρόπος έκφρασης. Η Κωνσταντοπούλου δεν διαφωνεί· ακυρώνει. Δεν επιχειρηματολογεί· καταγγέλλει. Και όταν δεν υπάρχουν στοιχεία, επιστρατεύει το γνωστό «εγώ ξέρω».
Αυτό το μοτίβο είναι που την απομόνωσε πολιτικά. Από την εποχή που κατήγγελλε τον Τσίπρα για «προδοσία» μέχρι σήμερα που επιτίθεται σε πρώην συνεργάτες της, το αφήγημά της παραμένει ίδιο: όλοι γύρω της είναι ψεύτες, προδότες ή ανήθικοι – εκτός από την ίδια.
Όταν «μπλέχτηκε» και η Δάλλα
Η άνοδος της Πλεύσης Ελευθερίας στη Βουλή το 2023 φαινόταν να δίνει στη Ζωή Κωνσταντοπούλου μια δεύτερη ευκαιρία. Όμως, αυτήν τη φορά ο πόλεμος δεν περιορίστηκε σε αντιπάλους, αλλά στράφηκε μέσα στο ίδιο της το κόμμα.
Η πρώην υποψήφιά της Όλγα Δάλλα την κατήγγειλε για παραγκωνισμό, εκφοβισμό και παραβίαση κομματικών διαδικασιών. Σύμφωνα με τη Δάλλα, η Κωνσταντοπούλου «παράκαμψε» την εκλεγμένη σειρά σταυρών για να προωθήσει πρόσωπα της επιλογής της – με κορυφαίο παράδειγμα την τοποθέτηση του Σπύρου Μπιμπίλα.
Η υπόθεση κατέληξε στη δικαιοσύνη και στις 29 Οκτωβρίου 2025 η Βουλή αποφάσισε την άρση της ασυλίας της Κωνσταντοπούλου με 238 ψήφους υπέρ. Παράλληλα απέρριψε το αίτημα για άρση ασυλίας της Λιάνας Κανέλλη, την οποία η ίδια είχε μηνύσει.
Η εικόνα στη Βουλή ήταν αποκαλυπτική: φωνές, χαρακτηρισμοί, με τη Ζωή Κωνσταντοπούλου να επιτίθεται σε όλα τα κόμματα κατηγορώντας τα για «σιωπή συνενοχής». Μόνο που αυτήν τη φορά η σιωπή δεν ήταν συνενοχή. Ήταν εξαντλημένη ανοχή. Η υπόθεση Δάλλα φέρνει στην επιφάνεια το τοξικό DNA ενός πολιτικού λόγου που ζει από τη σύγκρουση. Η Ζωή Κωνσταντοπούλου έχει καταφέρει κάτι σπάνιο: να προκαλεί ένταση ακόμη και στους συμμάχους της. Να μετατρέπει κάθε συνεργασία σε πόλεμο χαρακωμάτων, κάθε διαφωνία σε επίθεση.
Η διαφωνία με τη Ζωή, είναι διαφωνία… ζωής!
Ο κυβερνητικός εκπρόσωπος Παύλος Μαρινάκης, απαντώντας σε ερώτηση του ePolitical.gr για τη στάση της Ζωής Κωνσταντοπούλου μετά την άρση της ασυλίας της, έκανε λόγο για «ορισμό της ντροπής, της υποκρισίας και της χυδαιότητας». Κατηγόρησε την πρόεδρο της Πλεύσης Ελευθερίας ότι «προσέβαλε τη μνήμη των νεκρών μηχανοδηγών» των Τεμπών, προσθέτοντας πως «προσπαθεί να κάνει καριέρα πάνω σε μια τραγωδία». «Η ιστορία δεν ξεγράφει», τόνισε, επισημαίνοντας ότι η συμπεριφορά της προσβάλλει τη λειτουργία του κοινοβουλευτισμού και στέλνοντας μήνυμα προς την αντιπολίτευση να μη σιωπά απέναντι σε τέτοια φαινόμενα.
Εκεί που χάνεται η σοβαρότητα
Από το 2023 η Κωνσταντοπούλου βρήκε νέο πεδίο δράσης: την τραγωδία των Τεμπών. Με αλλεπάλληλες παρεμβάσεις, δηλώσεις και αναρτήσεις παρουσίασε το δυστύχημα ως «εγκληματική συνωμοσία» και υποστήριξε ότι «μεταφερόταν παράνομο φορτίο», επικαλούμενη «ανεξάρτητες πληροφορίες». Μόνο που καμία επίσημη έρευνα, καμία δικαστική πράξη, καμία επιστημονική έκθεση δεν επιβεβαίωσε τα λεγόμενά της. Αντίθετα η ίδια συνέχισε με αδιαλλαξία: «Όλοι θα πάνε φυλακή γιατί όλοι γνώριζαν», έλεγε επανειλημμένως, μετατρέποντας τον πόνο μιας κοινωνίας σε πολιτικό θέαμα.
Οι χαρακτηρισμοί για «μεθόδους Γκέμπελς» και «κρατική συγκάλυψη» προκάλεσαν την οργή ακόμη και μετριοπαθών βουλευτών, ενώ η ίδια απάντησε ότι «η αλήθεια πονάει». Μόνο που όταν η αλήθεια γίνεται μέσο εκδίκησης, δεν είναι πια αλήθεια· είναι όπλο προπαγάνδας. Η τραγωδία των Τεμπών έγινε έτσι για την Κωνσταντοπούλου μια πλατφόρμα αυτοπροβολής – ένα πεδίο όπου μπορούσε να επιβεβαιώνει τον ρόλο της ως «μοναδικής αγωνίστριας» απέναντι στο «σύστημα».
Το πολιτικό της αποτύπωμα
Πίσω από την τοξικότητα υπάρχει ένα παράδοξο. Η Ζωή Κωνσταντοπούλου είναι έξυπνη, ικανή, νομικά καταρτισμένη. Θα μπορούσε να έχει εξελιχθεί σε μια σοβαρή, θεσμική φωνή υπέρ της διαφάνειας. Αντί γι’ αυτό, επέλεξε να γίνει φετίχ της σύγκρουσης. Από το 2015 έως το 2025:
- Δεν παρουσίασε ποτέ ολοκληρωμένο πρόγραμμα για την οικονομία, την παιδεία ή τη δικαιοσύνη.
- Δεν συνέβαλε σε κανέναν θεσμικό διάλογο.
- Δεν κατάφερε να διατηρήσει ενωμένο ούτε το ίδιο της το κόμμα.
Η πολιτική της στρατηγική περιορίζεται στο να καταγγέλλει, να υψώνει τον τόνο, να επιτίθεται. Και κάθε φορά που η ένταση φτάνει στο αποκορύφωμα, μεταφέρει τη σύγκρουση αλλού: από τη Βουλή στους δημοσιογράφους, από τους δημοσιογράφους στους πρώην συνεργάτες της και τώρα στους ίδιους τους βουλευτές που την υπερασπίζονταν κάποτε.
Η τοξικότητα της Ζωής Κωνσταντοπούλου δεν είναι απλώς πολιτική. Είναι πολιτισμική. Αντικατοπτρίζει τη νοοτροπία του απόλυτου δικαίου, όπου όποιος διαφωνεί είναι εχθρός. Αυτή η στάση δεν πλήττει μόνο την ίδια, δηλητηριάζει τον δημόσιο λόγο.
Τάσεις… αυτοκαταστροφής;
Δέκα χρόνια μετά την εκλογή της ως προέδρου της Βουλής, η Ζωή Κωνσταντοπούλου βρίσκεται στη δυσμενέστερη πολιτική θέση της καριέρας της: με άρση ασυλίας, με απομονωμένους συμμάχους, με κοινό που κουράστηκε να ακούει κραυγές.
Η ιστορία της δεν είναι απλώς μια διαδρομή ενός ιδιόρρυθμου προσώπου. Είναι η ιστορία μιας πολιτικής κουλτούρας που αντί να αναζητεί λύσεις, αναπαράγει συγκρούσεις. Μια κουλτούρα που επιβραβεύει την τοξικότητα ως αυθεντικότητα, την επίθεση ως θάρρος και την παράνοια ως πάθος.
Κάποτε, το 2015, η Ζωή Κωνσταντοπούλου υποσχόταν μια «άλλη πολιτική». Το 2025 αυτή η υπόσχεση έχει μετατραπεί σε καθρέφτη μιας πολιτικής μοναξιάς, όπου η φωνή της ηχεί δυνατά, αλλά δεν ακούει πια κανείς.
 
			 
    	 
			
 
		










