Η πρώτη επίσημη επίσκεψη του Γερμανού καγκελάριου Φρίντριχ Μερτς στην Άγκυρα ανέδειξε τόσο τις κοινές επιδιώξεις όσο και τις βαθιές διαφορές ανάμεσα στη Γερμανία και την Τουρκία. Παρά τη συζήτηση για διμερείς σχέσεις, οικονομία, μετανάστευση και ασφάλεια, η συνάντηση χαρακτηρίστηκε από δημόσια αντιπαράθεση μεταξύ των δύο ηγετών.
Ο Τούρκος πρόεδρος Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν κατήγγειλε τη στάση της Γερμανίας απέναντι στις εξελίξεις στη Γάζα, υποστηρίζοντας ότι το Ισραήλ διαθέτει πυρηνικά και άλλα στρατιωτικά μέσα που χρησιμοποιεί εναντίον της περιοχής, ενώ η Χαμάς δεν διαθέτει ανάλογο οπλοστάσιο. Τόνισε ότι οι επιθέσεις συνεχίστηκαν παρά την ύπαρξη κατάπαυσης πυρός και υπογράμμισε πως η διεθνής κοινότητα έχει ανθρωπιστικό καθήκον να τερματίσει την πείνα και τις σφαγές στην περιοχή.
Ο Μερτς απάντησε υπενθυμίζοντας τη μακροχρόνια στήριξη της Γερμανίας προς το Ισραήλ, αλλά ξεκαθάρισε ότι αυτό δεν συνεπάγεται έγκριση κάθε απόφασης της ισραηλινής κυβέρνησης. Τόνισε ότι το Ισραήλ άσκησε το δικαίωμά του στην αυτοάμυνα και σημείωσε ότι ο πόλεμος θα μπορούσε να είχε λήξει εάν η Χαμάς κατέθετε τα όπλα.
Σε ό,τι αφορά την Ευρωπαϊκή Ένωση, ο Μερτς χαρακτήρισε την Τουρκία στενό εταίρο της ΕΕ, αλλά επεσήμανε ότι η χώρα δεν έχει εκπληρώσει τα απαραίτητα κριτήρια ένταξης, κυρίως σε θέματα Δικαιοσύνης και κράτους δικαίου. Ο Ερντογάν απάντησε ότι η Άγκυρα παραμένει βέβαιη και ήρεμη στη στάση της, τονίζοντας ότι η Τουρκία έχει τα δικά της «Κριτήρια της Άγκυρας», που αντανακλούν τη δική της πραγματικότητα και ανάγκες.
Η συζήτηση επεκτάθηκε στον μεταναστευτικό τομέα, με έμφαση στις επιστροφές όσων απορρίπτεται η αίτηση ασύλου, ενώ ο Τούρκος πρόεδρος έθεσε και ζήτημα αμυντικής συνεργασίας, καλώντας σε υπέρβαση των προβλημάτων σχετικά με τις προμήθειες εξοπλισμού. Υπογράμμισε ότι οι μεταβαλλόμενες συνθήκες ασφαλείας στην Ευρώπη απαιτούν κοινή εστίαση σε έργα και εξοπλισμό χωρίς να αφήνονται πίσω τα προβλήματα που υπάρχουν σήμερα.
Η επίσκεψη ανέδειξε τις διαφορετικές αντιλήψεις για τον πόλεμο στη Γάζα και τις προκλήσεις στην ευρωπαϊκή πορεία της Τουρκίας, αλλά ταυτόχρονα φανέρωσε πεδία συνεργασίας σε μεταναστευτικό και αμυντικό επίπεδο, υπογραμμίζοντας τη σημασία της συνέχισης του διαλόγου και της ενίσχυσης των διμερών σχέσεων.












