Ο Χολιγουντιανός κινηματογραφικός σούπερ σταρ, ανήκει στους μεγαλύτερους πρωταγωνιστές του 20ου αιώνα που έζησαν έντονα, αγάπησαν αληθινά και έπραξαν με πάθος, γι’ αυτό και έμεινε αθάνατος στο θέατρο, στο σινεμά και στη μνήμη των θεατών σε όλο τον κόσμο.
Ο Βρετανός Ρίτσαρντ Μπάρτον (1925–1984) γεννήθηκε στην Ουαλία, σε μια πολυμελή οικογένεια ανθρακωρύχων. Ήταν το δωδέκατο από τα δεκατρία παιδιά και μεγάλωσε μέσα στη σκληρότητα της φτώχειας, σε ένα περιβάλλον όπου η ζωή απαιτούσε αντοχή. Η μητέρα του εργαζόταν ως μπαργούμαν στην παμπ Miner’s Arms — εκεί γνώρισε και τον πατέρα του, έναν άντρα παθιασμένο αλλά χαμένο συχνά στο ποτό και τον τζόγο, ένα στοιχείο που ο ίδιος ο Μπάρτον αργότερα παραδέχτηκε πως κληρονόμησε.
Ο κόσμος του άλλαξε δραματικά πολύ νωρίς: ήταν μόλις δύο χρονών όταν η μητέρα του πέθανε, λίγες ημέρες μετά τη γέννηση του τελευταίου παιδιού της οικογένειας. Η απουσία της σημάδεψε βαθιά την ψυχή του, όμως δεν τον λύγισε. Σύντομα, η βαθιά, επιβλητική φωνή του και το πηγαίο του πάθος για την υποκριτική τον οδήγησαν στην αναγνώριση, πρώτα στο θέατρο και αργότερα στο παγκόσμιο στερέωμα.

Στα τέλη του 1941, ο Ρίτσαρντ Μπάρτον αποφάσισε να εγκαταλείψει το σχολείο και να δουλέψει ως ανθρακωρύχος, προκειμένου να στηρίξει οικονομικά την οικογένειά του. Παράλληλα, άρχισε να πειραματίζεται με την πυγμαχία, τη θρησκεία και το τραγούδι, ενώ ξεκίνησε να καπνίζει και να πίνει, αν και ήταν ακόμα ανήλικος.
Καθοριστικός στην πορεία του υπήρξε ο Φίλιπ Μπάρτον, ραδιοφωνικός παραγωγός, από τον οποίο πήρε και το επίθετο. Ο Φίλιπ του εμπιστεύτηκε έναν ρόλο σε μια ραδιοφωνική διασκευή του έργου του «Youth at the Helm» για το BBC και αναγνώρισε αμέσως το ταλέντο του νεαρού Ρίτσαρντ. Δούλεψε ακούραστα μαζί του για να αναπτύξει την υποκριτική του ικανότητα και τη φωνή του, καθοδηγώντας τον σε μια κρίσιμη περίοδο της ζωής του.

Ο ίδιος ο Μπάρτον περιέγραφε εκείνη την εμπειρία ως «την πιο εργατική και επώδυνη περίοδο» της ζωής του, τονίζοντας ότι χρωστά τα πάντα στον Φίλιπ. Το 1943, υπήρξε ακόμη και η επιθυμία του Φίλιπ να τον υιοθετήσει, κάτι που τελικά δεν κατέστη δυνατό λόγω νομικών περιορισμών, αλλά η επιρροή του υπήρξε καθοριστική για τη μετέπειτα πορεία του.
Στον κινηματογράφο διακρίθηκε σε ταινίες όπως «Cleopatra», όπου γεννήθηκε ο μεγάλος έρωτας με την Ελίζαμπεθ Τέιλορ, «Becket», «The Night of the Iguana», «The Wild Geese»«Now Barabbas» (1949) με τον Ρίτσαρντ Γκριν και την Κάθλιν Χάρισον, «The Woman with No Name» (1950) με τη Φίλις Κάλβερτ και «Waterfront» (1950) με τη Χάρισον. και, φυσικά, το συγκλονιστικό «Who’s Afraid of Virginia Woolf?» που θεωρείται από τις κορυφαίες ερμηνείες της καριέρας του. «The Lady’s Not For Burning» το 1949. Με αυτό το έργο πάτησε το πόδι του στο Μπρόντγουεϊ, στο Royale Theatre το 1950.

Ένας σταρ είχε γεννηθεί. Ακολούθησαν ερμηνείες σε σαιξπηρικά έργα και επαινέθηκε από ηθοποιός, ακόμα και από τον Χάμφρεϊ Μπόγκαρτ και τη σύζυγό του Λορίν Μπακόλ, αφού είδαν και οι δύο το έργο. «Ήταν απλά θαυμάσιος, ο Μπόγκι τον λάτρευε. Όλοι μας τον αγαπούσαμε» είπε η Μπακόλ. Ο Μπάρτον γιόρτασε την επιτυχία του στην Αμερική, αγοράζοντας το πρώτο του αυτοκίνητο, ένα Standard Flying Fourteen, και απόλαυσε ένα ποτό με τον Μπόγκαρτ σε μια παμπ που λεγόταν «The Dirty Duck».
Η χημεία του με την Τέιλορ ήταν θρυλική πολλές συγκρούσεις και ένας έρωτας που σημάδεψε για χρόνια τα πρωτοσέλιδα. Ο Μπάρτον παντρεύτηκε πέντε φορές, δύο φορές διαδοχικά με τη Λιζ Τέιλορ. Από το 1949 έως το 1963 ήταν παντρεμένος με τη Σίμπιλ Γουίλιαμς, με την οποία απέκτησε δύο κόρες, την Κέιτ και την Τζέσικα Μπάρτον.

Παρά την τεράστια καριέρα του, υπήρξε ένα παράδοξο: επτά φορές υποψήφιος για Όσκαρ, ποτέ δεν κέρδισε. Διακρίθηκε όμως με Χρυσή Σφαίρα και BAFTA, επιβεβαιώνοντας την καλλιτεχνική του αξία.

Πίσω από τα φώτα, ο Μπάρτον έδινε έναν σκληρό καθημερινό αγώνα με το αλκοόλ. Η υπερβολική κατανάλωση για δεκαετίες προκάλεσε κίρρωση και νεφρική ανεπάρκεια. Στις 5 Αυγούστου 1984, μια ενδοεγκεφαλική αιμορραγία έβαλε τέλος στη ζωή του, στο σπίτι του στην Ελβετία, μόλις στα 58 του.
Το ντοκιμαντέρ «In from the Cold? A Portrait of Richard Burton» ξετυλίγει τη συναρπαστική διαδρομή του μέσα από μαρτυρίες όσων τον γνώρισαν: την εκτόξευση στη δόξα, την εύθραυστη ψυχή πίσω από τον θρύλο, τον έρωτα, αλλά και την αυτοκαταστροφή.
Ακόμα και μετά τον θάνατό του, δημιουργούσε «σκάνδαλα». Όταν τάφηκε στο Σελινί με στίχους του Ντίλαν Τόμας χαραγμένους στο μνήμα του, η χήρα του αγόρασε τον διπλανό τάφο για να μην ταφεί εκεί η Ελίζαμπεθ Τέιλορ, όπως είχαν πει όταν ήταν μαζί.












