Σε μια Ευρώπη που ταλανίζεται από ρευστά πολιτικά σκηνικά, κυβερνήσεις βραχείας διάρκειας και συνθέσεις πολλών εταίρων, η Ελλάδα προβάλλει – σχεδόν παράδοξα – ως παράδειγμα πολιτικής σταθερότητας.
του Χρήστου Μυτιλινιού
Ο Κυριάκος Μητσοτάκης στέλνει πλέον σε όλα τα διεθνή φόρα το ίδιο μήνυμα: οι επόμενες εθνικές εκλογές δεν θα γίνουν πριν από το 2027, η κυβέρνηση διαθέτει απόλυτη κοινοβουλευτική πλειοψηφία και η Νέα Δημοκρατία διατηρεί προβάδισμα άνω των 15 ποσοστιαίων μονάδων από το δεύτερο κόμμα στις δημοσκοπήσεις.
Πίσω από αυτά τα στοιχεία κρύβεται μια ολόκληρη στρατηγική: να παρουσιαστεί η πολιτική σταθερότητα 2027 ως κεντρικό συγκριτικό πλεονέκτημα της χώρας, τόσο απέναντι στους επενδυτές όσο και απέναντι στους πολίτες που έχουν κουραστεί από κρίσεις και αλλεπάλληλες κάλπες.
Η «κλειδωμένη» τετραετία ως επενδυτικό asset
Το πρώτο στοιχείο που αξιοποιεί το Μέγαρο Μαξίμου είναι η λήξη κάθε συζήτησης περί πρόωρων εκλογών. Ο Πρωθυπουργός, έχοντας κερδίσει δύο συνεχόμενες αναμετρήσεις και διαθέτοντας άνετη πλειοψηφία, μπορεί να δηλώνει με αξιοπιστία ότι «οι εκλογές δεν θα γίνουν πριν από το 2027». Αυτό μεταφράζεται σε δύο επίπεδα:
• Προς το εσωτερικό, στέλνει σήμα ότι η κυβέρνηση δεν θα λειτουργήσει με «μυαλό στην κάλπη», αλλά με ορίζοντα τετραετίας, άρα μπορεί να προχωρήσει και σε δύσκολες, αλλά απαραίτητες μεταρρυθμίσεις.
• Προς το εξωτερικό, δίνει σε επενδυτές, οργανισμούς και εταίρους αυτό που θεωρείται «πολυτέλεια» στην Ευρώπη: μια χώρα με σταθερή κυβέρνηση, χωρίς τον διαρκή κίνδυνο πολιτικού ατυχήματος.
Η παρουσίαση της Ελλάδας ως οικονομίας που έχει αφήσει πίσω της την κρίση – με πρωτογενές πλεόνασμα, ταχύτερη μείωση χρέους και ρυθμό ανάπτυξης πάνω από την ευρωζώνη – συνδέεται ευθέως με αυτή τη σταθερότητα. Το μήνυμα είναι ότι η δημοσιονομική εικόνα και η πολιτική αντοχή είναι οι δύο πυλώνες πάνω στους οποίους χτίζεται η «νέα κανονικότητα» μέχρι το 2027.
Το +15 στις δημοσκοπήσεις και η εικόνα της αντιπολίτευσης
Το δεύτερο στοιχείο είναι το σταθερό προβάδισμα της ΝΔ στις δημοσκοπήσεις. Παρά τις πιέσεις από την ακρίβεια και το κόστος ζωής, το κυβερνών κόμμα εξακολουθεί να προηγείται με διαφορά άνω των 15 μονάδων από το δεύτερο κόμμα. Στο Μέγαρο Μαξίμου αυτό ερμηνεύεται ως ένδειξη ότι, παρά τη φθορά, δεν έχει διαμορφωθεί πειστική εναλλακτική πρόταση εξουσίας.
Η εικόνα στην αντιπολίτευση ενισχύει αυτή την ανάγνωση. Η πολυδιάσπαση του χώρου, ο ανταγωνισμός κομμάτων που διεκδικούν τον ίδιο αντιπολιτευτικό χώρο, οι εσωτερικές εντάσεις και η αδυναμία παραγωγής συνεκτικού, κοστολογημένου προγράμματος διατηρούν τη ΝΔ στην πρώτη γραμμή εμπιστοσύνης για την άσκηση διακυβέρνησης.
Για την κυβέρνηση, αυτό σημαίνει ότι η αντιπολίτευση περισσότερο αντιδρά σε κάθε κίνηση της, παρά επιβάλλει ατζέντα. Η στάση του ΠΑΣΟΚ στη Βουλή – με προσπάθεια μετατροπής σοβαρών θεσμικών συζητήσεων σε σόου, όπως λένε κυβερνητικές πηγές – και τα επαναλαμβανόμενα επεισόδια ακραίας πόλωσης γύρω από υποθέσεις όπως τα Τέμπη αξιοποιούνται επικοινωνιακά ως παράδειγμα «εργαλειοποίησης» αντί σοβαρής προγραμματικής αντιπαράθεσης.
Όσο αυτό το μοτίβο συνεχίζεται, το +15 τείνει να παγιωθεί ως νέο σημείο ισορροπίας, ακόμη κι αν βραχυπρόθεσμα υπάρχουν διακυμάνσεις.
Κρίση κόστους ζωής: το ρίσκο πίσω από τη σταθερότητα
Κανείς, όμως, στο κυβερνητικό επιτελείο δεν υποτιμά τον βασικό κίνδυνο που μπορεί να ροκανίσει αυτή την εικόνα: την κρίση του κόστους διαβίωσης. Ο ίδιος ο Πρωθυπουργός αναγνωρίζει ότι αυτό είναι το νούμερο ένα πρόβλημα για όλες τις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις, άρα και για την Ελλάδα.
Η στρατηγική, μέχρι το 2027, είναι να αξιοποιηθεί η «καλή» μακροοικονομική εικόνα ώστε να υπάρξει συστηματική στήριξη της μεσαίας τάξης:
• με στοχευμένες φορολογικές ελαφρύνσεις για οικογένειες με παιδιά και νέους,
• με προγράμματα που μειώνουν το κόστος στέγης, ενέργειας και καθημερινών δαπανών,
• με διατήρηση της ανάπτυξης σε επίπεδα που επιτρέπουν παροχές χωρίς εκτροχιασμό των δημοσιονομικών.
Εδώ, ακριβώς, θα κριθεί αν η πολιτική σταθερότητα 2027 θα παραμείνει άθικτη. Αν οι πολίτες πειστούν ότι, παρά τις δυσκολίες, η κυβέρνηση αξιοποιεί τον χρόνο για να βελτιώσει ουσιαστικά την καθημερινότητά τους, τότε η σταθερότητα θωρακίζεται. Αν όμως η αίσθηση αδικίας, στασιμότητας μισθών και αδυναμίας πρόσβασης σε βασικά αγαθά ενισχυθεί, τότε το προβάδισμα μπορεί να διαβρωθεί.
Σταθερότητα, αλλά όχι αλαζονεία
Το τρίτο επίπεδο, πιο πολιτικό, αφορά το ύφος διακυβέρνησης. Στο Μαξίμου γνωρίζουν ότι η μακρά παραμονή στην εξουσία μπορεί να γεννήσει αλαζονεία, εσωτερικές τριβές, φαινόμενα κόπωσης ή και σκανδαλολογίας. Γι’ αυτό και η γραμμή που διατυπώνεται δημόσια είναι πως η σταθερότητα δεν είναι «λευκή επιταγή», αλλά ευθύνη.
Η προσπάθεια είναι να παρουσιαστεί μια κυβέρνηση που, παρά το προβάδισμα και την άνετη πλειοψηφία, εξακολουθεί να νομοθετεί, διορθώνει, αναγνωρίζει λάθη και κρατά ανοιχτούς διαύλους με την κοινωνία. Οι παρεμβάσεις σε κρίσιμα μέτωπα – από την ΕΡΤ και την αγορά ενέργειας μέχρι τα ζητήματα ασφάλειας και άμυνας – αξιοποιούνται ως παράδειγμα ότι ο πολιτικός χρόνος της τετραετίας δεν είναι κενός, αλλά γεμίζει με περιεχόμενο.
Έτσι, η πολιτική σταθερότητα μέχρι το 2027 δεν προβάλλεται απλώς ως «συνέχιση της ίδιας συνταγής», αλλά ως παράθυρο ευκαιρίας για να εμβαθύνει η Ελλάδα τη θεσμική, οικονομική και γεωπολιτική της αναβάθμιση. Το προβάδισμα των 15 μονάδων είναι το εργαλείο. Το πώς θα χρησιμοποιηθεί, θα κρίνει και τι θα σημαίνει πολιτικά η επόμενη εκλογική αναμέτρηση.












