Είναι εύκολο να κρίνεις όταν βρίσκεσαι απ έξω. Εύκολα μπορείς να πεις «δεν πάει άλλο!». Κι όμως, σε κάποιες περιπτώσεις αυτή η κραυγή δεν είναι σύνθημα, είναι βίωμα. Μόνο που η πραγματικότητα αλλάζει με αποφάσεις, ρίσκο, ευθύνη και συνέπειες.
του Στέλιου Κυμπουρόπουλου
Έχω δει ανθρώπους που μετακομίζουν σε περιοχές της βόρειας και κεντρικής Ευρώπης να μεταμορφώνονται συναισθηματικά, επαγγελματικά, ερευνητικά. Συναισθηματικά, λες και έφυγε από πάνω τους ένα μόνιμο βάρος. Ερευνητικά και επιστημονικά, λες και κάποιος άνοιξε μια πόρτα και τους είπε: «Δούλεψε, πειραματίσου, προχώρα -σε εμπιστεύομαι». Τελικά, γνωρίζω άλλον άνθρωπο στο ίδιο σώμα. Όχι επειδή εκεί όλα είναι τέλεια. Αλλά επειδή εκεί το αυτονόητο δεν είναι πολυτέλεια.
Έχω δει από κοντά πώς αυτές οι χώρες οργανώνουν πολιτικές για την έρευνα, για την υγεία, για την αναπηρία. Πώς η στήριξη του ερευνητή ή του επαγγελματία δεν αντιμετωπίζεται ως «χατίρι», αλλά ως επένδυση για το σύνολο. Κι όσο μπορείς να θαυμάζεις αυτά τα παραδείγματα, άλλο τόσο πονάς όταν επιστρέφεις στην ελληνική πραγματικότητα, όπου αυτονόητες έννοιες όπως προσβασιμότητα, ψυχική υγεία, η βασική έρευνα μοιάζουν κάθε φορά να κερδίζονται από την αρχή.
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο εμφανίζεται η «Ιθάκη» του Αλέξη Τσίπρα, το νέο του βιβλίο. Αυτή η Ιθάκη ούτε καν μνηστήρες έχει, μονάχα ένα ξεχασμένο φάντασμα της Πηνελόπης μπορείς να βρεις. Ένα σύμβολο επιστροφής χωρίς πραγματικό σχέδιο επιστροφής. Όταν μιλάω για την «Ιθάκη», λοιπόν, δεν αναφέρομαι στο ομηρικό σύμβολο όπως θα ήταν λογικό, αλλά σε αυτήν τη νέα προσπάθεια ανασύστασης μιας πολιτικής αφήγησης.
Δεν θα κάνω κριτική για το περιεχόμενο του βιβλίου, θα το κάνουν άλλοι αυτό. Αυτό που με απασχολεί είναι ότι, δέκα χρόνια μετά, ένα μεγάλο κομμάτι της δημόσιας συζήτησης εξακολουθεί να γυρίζει γύρω από το 2015, γύρω από το «τι έγινε τότε», γύρω από πρόσωπα που προσπαθούν να ξαναγράψουν ή να δικαιώσουν τη διαδρομή τους. Η Ελλάδα όμως του 2025 δεν αντέχει άλλο να ζει κοιτώντας τον εαυτό της μόνο στο παρελθόν.
Πίστεψα και εξακολουθώ να πιστεύω ότι η αληθινή Ιθάκη, η Ελλάδα των πολλών, οφείλει να είναι διαφορετική: να έχει στο κέντρο της τον άνθρωπο, την καινοτομία, τη γνώση, τις πιο ευάλωτες ομάδες. Αυτό δεν γίνεται ούτε με συνθήματα ούτε με νοσταλγία. Είναι επίπονη δουλειά, διαπραγμάτευση, σύγκρουση με κατεστημένα, διόρθωση λαθών. Είναι να συνεχίσουμε όσα έγιναν τα τελευταία χρόνια προς την κατεύθυνση ενός πιο ψηφιακού, πιο λειτουργικού κράτους, αλλά ταυτόχρονα να τολμήσουμε τα επόμενα βήματα με καλύτερες συνθήκες στην υγεία, πραγματική στήριξη στους νέους επιστήμονες, ουσιαστικές πολιτικές για την αναπηρία.
Όσο θα μένουμε στην κριτική από τον καναπέ, κουνώντας το μαγικό ραβδί της δήθεν εύκολης λύσης, η Ιθάκη θα παραμένει μια όμορφη λέξη, αλλά άδειο λιμάνι. Να απαιτήσουμε λοιπόν μια Ιθάκη που έχει κάτι πραγματικά καινούργιο να μας πει και όχι άλλη μια εκδοχή της ίδιας ιστορίας, αλλά ένα σχέδιο βασισμένο σε αλήθειες για μια χώρα που αξίζει να την επιλέγεις, όχι μόνο να τη νοσταλγείς. Μια Ιθάκη που δεν θα περιμένει παθητικά τον Οδυσσέα της, αλλά θα ανοίγει δρόμους για όλους όσους θέλουν να ζήσουν, να δημιουργήσουν και να μείνουν εδώ.











