Να τα πούμε; Τρεις φορές ακούγεται η φράση αυτή κυρίως από παιδιά που ξεχύνονται στους δρόμους στη διάρκεια του εορταστικού δωδεκαημέρου, που ξεκίνησε παραμονές Χριστουγέννων και ολοκληρώνεται τα Θεοφάνια, (με ενδιάμεσο σταθμό την Πρωτοχρονιά) για να πουν ,περνώντας από πόρτα σε πόρτα, τα Κάλαντα.

Μπορεί το έθιμο να είχε ατονήσει στη χώρα μας την εποχή των Μνημονίων, τα τελευταία όμως χρόνια, επανήλθε δριμύτερο. Ιδιαίτερα τη φετινή παραμονή των Χριστουγέννων ο αριθμός των παιδιών-και όχι μόνο- που «είπαν τα κάλαντα» σε Αθήνα, σε άλλες μεγαλουπόλεις και χωριά, ήταν εντυπωσιακά μεγάλος.

Τα Χριστουγεννιάτικα κάλαντα-τα πιο γνωστά και πανηγυρικά- αποτελούν μια δοξασία στη θεία γέννηση του Ιησού Χριστού, η οποία εξιστορείται από τους στίχους: «Καλήν εσπέραν άρχοντες κι αν είναι ορισμός σας Χριστού την Θείαν Γέννησιν να πω στ’ αρχοντικό σας»….
Τα κάλαντα της Πρωτοχρονιάς αναφέρονται βεβαίως στον καινούργιο χρόνο που έρχεται και δίδονται ευχές για «καλή χρονιά», αλλά στη χώρα μας ουσιαστικά ήταν αφιερωμένα στον Άγιο Βασίλειο της Καισαρείας ,που ερχόταν κρατώντας «χαρτί και καλαμάρι» για να βοηθήσει φτωχούς και καταφρονεμένους, μοιράζοντας και δώρα. Την τελευταία πεντηκονταετία όμως κάναμε …εισαγωγή και τον Άγιο Βασίλειο της Δύσης (Santa Claus) . O Άγιος Βασίλειος Καισαρείας είναι ο ιστορικός Άγιος που συνδέεται με την Ορθόδοξη παράδοση και την οργάνωση φιλανθρωπίας, ενώ ο Άγιος Βασίλειος της Δύσης (Santa Claus) προέρχεται από τον Άγιο Νικόλαο και εξελίχθηκε σε κοσμική φιγούρα, με την παράδοση να «δανείζεται» στοιχεία και από τον Μέγα Βασίλειο ως εμπνευστή της γενναιοδωρίας. Και οι δύο συνδέονται με τη δωρεά και τη φροντίδα των φτωχών, αλλά ο Άγιος Βασίλειος έδρασε τον 4ο αιώνα, ιδρύοντας την «Βασιλειάδα» στην Καισάρεια, ένα πρότυπο φιλανθρωπικό σύστημα, ενώ ο Δυτικός Άγιος Βασίλης (Santa Claus) είναι προϊόν λαϊκής παράδοσης και εμπορικοποίησης.
Τα κάλαντα των Φώτων αναφέρονται στην εορτή των Θεοφανίων, η οποία προκύπτει από τη φανέρωση των τριών προσώπων της Αγίας Τριάδας, που σύμφωνα με τις Γραφές συνέβη κατά τη Βάπτιση του Ιησού. «Σήμερα τα φώτα κι ο Φωτισμός και χαρά μεγάλη κι αγιασμός»… ψάλουν οι καλαντιστές στη χώρα μας, ενώ στις Δυτικές Εκκλησίες, τα Θεοφάνια είναι περισσότερο συνδεδεμένα με την προσέλευση και την προσκύνηση των Τριών Μάγων στη Φάτνη της Γέννησης του Ιησού.

Τα κάλαντα, κυρίως των Χριστουγέννων, συνυφασμένα με τις πιο τρυφερές αναμνήσεις των παιδικών μας χρόνων, είναι το μοναδικό έθιμο που διατηρείται ακόμη ακέραιο σε ολόκληρη τη χώρα, ηπειρωτική και νησιωτική, με αμέτρητες παραλλαγές και προσαρμογή στον τοπικό χαρακτήρα κάθε περιοχής (εθνικά ή αστικά, τοπικά ή παραδοσιακά). H ιστορική τους διαδρομή ξεκινά από την ελληνική αρχαιότητα και διαπερνώντας από το Βυζάντιο καθιερώνονται …επίσημα στην εποχή του Όθωνα ως αναπόσπαστο κομμάτι του εορταστικού δωδεαημέρου.
Η ρίζα τους στην αρχαιότητα
Πως προέκυψαν όμως τα κάλαντα και ποια είναι η ιστορική τους διαδρομή;
Η ρίζα της λέξης κάλαντα προέρχεται από τη λατινική «calenda», που σημαίνει αρχή του μήνα και παραπέμπει στην Πρωτοχρονιά του Ιανουαρίου, όταν, δηλαδή, ξεκίνησε να εορτάζεται κατά τη Ρωμαϊκή εποχή (2ο π.Χ. αιώνα), ενώ έως τότε εορταζόταν τον Μάρτιο.
Οι ιστορικοί υποστηρίζουν ότι σχετίζονται με τον ύμνο που έψαλλαν τα παιδιά στην αρχαιότητα, κατά τη διάρκεια του εθίμου της «Ειρεσιώνης» (από τη λέξη είρος -έριον=μαλλί-), σύμφωνα με το οποίο περιέφεραν ένα κλαδί ελιάς, η αγριελιάς (κότινο) στολισμένο με γιρλάντες από λευκό και κόκκινο μαλλί και κρεμασμένους τους πρώτους φθινοπωρινούς καρπούς (σύκα, καρύδια, αμύγδαλα, κάστανα και δημητριακά, εκτός από μήλα κι αχλάδια), καθώς και φιάλες με λάδι και μέλι, που αποτελούσε μέρος της γνωστής αθηναϊκής γιορτής «Πυανέψια», ή «Πυανόψια», προς τιμήν του Απόλλωνα (με θυσία καρπών και φρούτων για την προστασία της σποράς και της συγκομιδής).
Η «Ειρεσιώνη» περιφερόταν στους δρόμους την έβδομη ημέρα του Πυανεψίωνος μηνός (22 Σεπτεμβρίου – 20 Οκτωβρίου) από «αμφιθαλή» παιδιά, τα οποία, δηλαδή, κατάγονταν από τους ίδιους γονείς (και δεν ήταν ετεροθαλή) και έψαλλαν στα σπίτια, παίρνοντας φιλοδώρημα από το νοικοκύρη, ενώ στη συνέχεια πήγαιναν στα δικά τους για να την κρεμάσουν πάνω από την εξώπορτα, καίγοντας την παλιά, που παρέμενε επί ένα χρόνο!

Στο Βυζάντιο καταδικάστηκε αρχικά το έθιμο ως ειδωλολατρικό και απαγορεύτηκε η τέλεσή του. Ωστόσο σιγά-σιγά το έθιμο επανήλθε και τα κάλαντα διατηρήθηκαν και αφομοιώθηκαν από τον Χριστιανισμό ως επίφαση, μεταβάλλοντας σε μεγάλο βαθμό τον αρχικό τους χαρακτήρα. Οι Έλληνες δε που ταξίδευαν πολύ, το μετέδωσαν στους βόρειους λαούς, οι οποίοι λόγω έλλειψης ελαιόδεντρων, στόλιζαν κλαδιά από δέντρα που φύονταν στις περιοχές τους, όπως τα έλατα.
Αιώνες αργότερα, επανεισάχθηκε στην Ελλάδα από τους Βαυαρούς που συνόδεψαν τον Όθωνα στη χώρα μας, ως δικό τους χριστουγεννιάτικο έθιμο! Έτσι λοιπόν, η ελιά της αρχαίας ελληνικής «Ειρεσιώνης» μετατράπηκε στο έλατο της νεότερης εποχής, το οποίο πρωτοστολίστηκε το 1833 στα ανάκτορα του Ναυπλίου, βάζοντας στο περιθώριο το σύμβολο της ναυτικής Ελλάδας, το καραβάκι, που είχε στο μεταξύ επικρατήσει ως έθιμο.

Εκείνο που παρέμεινε, πάντως, αμετάβλητο κατά την διάρκεια των αιώνων, είναι το φιλοδώρημα. Στις μέρες μας αποτελεί, κυρίως, ένα συμβολικό χρηματικό ποσό, για το καλό του χρόνου ή για κάποιο σκοπό, ενώ παλαιότερα προσφέρονταν φαγώσιμα (γλυκά, πίτες, αμύγδαλα, καρύδια, ρόδια), κάτι που συμβαίνει ακόμη στην επαρχία.
Στο παρελθόν όσοι έψελναν τα κάλαντα κρατούσαν κι ένα χάρτινο ομοίωμα καραβιού που συσχετιζόταν με το πλοίο των Ανθεστηρίων της αρχαιότητας, το οποίο συμβόλιζε τον ερχομό του Διονύσου (θεού της βλάστησης, του οίνου, της χαράς και του κεφιού), κάνοντας επίκληση για καρποφορία και καλή σοδειά.












