Από τον «Μαρσελίνο» μέχρι τον Μιχάλη Λεμπιδάκη, οι αστυνομικές Αρχές καταφέρνουν να φτάσουν πάντα στους δράστες, έστω κι αν αυτοί είναι «Φαντομάδες» όπως ο Βασίλης Παλαιοκώστας
Τι κοινό μπορεί να έχουν ένας σκληρός ποινικός, ένας τράπερ κι ένας γόνος επιχειρηματία που ασχολείται με χρυσό και ενέχυρα; Είναι οι πρωταγωνιστές μίας από τις πιο περίεργες υποθέσεις απαγωγής στην Ελλάδα, με τους δύο πρώτους να παίρνουν τον δρόμο για τη φυλακή, έστω και αν ο δεύτερος δεν μπόρεσε ακόμη να
εξηγήσει τι ακριβώς συνέβη.
Όπως γράφει ο Κώστας Παπαδόπουλος στην εφημερίδα «ΠΑΡΑΣΚΗΝΙΟ» από τις καταθέσεις στο Τμήμα
Δίωξης Εκβιαστών και στον ανακριτή, περισσότερο φαίνεται να προκύπτει ότι υπήρχε οικονομική διαφορά ανάμεσά τους, πάρα ότι πρόκειται για μια υπόθεση απαγωγής όπως αυτές που τα τελευταία 35 χρόνια συγκλόνισαν την Ελλάδα. Το «Π» σάς παρουσιάζει τις πέντε πιο πολύκροτες απαγωγές των τελευταίων 35 ετών, πού άνετα θα μπορούσαν να γίνουν ταινίες.
«Μαρσελίνο»: Τον σκότωσαν οι… φίλοι του
Γόνος εύπορης για τα δεδομένα της περιοχής που μεγάλωσε οικογένειας… Ποδοσφαιριστής με πηγαίο ταλέντο, που του χάρισε το προσωνύμιο «Μαραντόνα»… Από νεαρή ηλικία είχε καταφέρει να ξεχωρίσει και να γίνεται το επίκεντρο της παρέας. Αυτό ήταν ο Γιάννης Τσατσάνης ή «Μαρσελίνο», ο 17χρονος Ρομά που έπεσε θύμα
της πιο πολύκροτης απαγωγής τη δεκαετία του ’90 και σκοτώθηκε από τους φίλους του. Φαντάζει
ασύλληπτο, αλλά οι απαγωγείς και δολοφόνοι του «Μαρσελίνο» όχι μόνο ήταν στην κηδεία του, αλλά ο
ένας εξ αυτών σήκωσε στον ώμο του το φέρετρό του, ο άλλος καταριόταν τους απαγωγείς την ώρα
που έτρωγε με τους γονείς του θύματος κι ο άλλος έλεγε ότι μάζευε πληροφορίες για να βρεθούν οι
δράστες. Ακόμη κι ένας ξάδερφος του 17χρονου Ρομά ήταν στο… κόλπο.
Η εξαφάνιση του Γιάννη Τσατσάνη έγινε στις 18 Μαρτίου 1990. Ο μακράν του δεύτερου πιο ταλαντούχος ποδοσφαιριστής του «Κεραυνού Αγίας Βαρβάρας» πίνει τον καφέ του -όπως συνήθιζεστην «Τροπικάνα». Δύο καλοί του φίλοι -τουλάχιστον αυτό πίστευε ο 17χρονος-, ο Κώστας Σπ. και ο Δημήτρης Αγ., του ζητούν να τους ακολουθήσει στο Σχιστό, γιατί δήθεν γνωρίζουν ποιος έχει κλέψει το ραδιοκασετόφωνο από το ΙΧ αυτοκίνητό
του. Ο «Μαρσελίνο» τούς εμπιστεύεται και ξεκινάει μαζί τους, χωρίς να γνωρίζει ότι αυτό είναι το μεγαλύτερο λάθος της σύντομης -όπως αποδείχτηκε- ζωής του. Φτάνοντας στο ερημικό σημείο που του έχουν υποδείξει, τρία άτομα -οπλισμένα με πιστόλι- ορμούν στον 17χρονο ποδοσφαιριστή, τον χτυπούν, τον ακινητοποιούν και πυροβολούν μία φορά στον αέρα για εκφοβισμό.
Οι δύο φίλοι του, που έχουν στήσει την απαγωγή του, τρέχουν δήθεν έντρομοι για να ξεφύγουν κι αφήνουν τον νεαρό ποδοσφαιριστή μόνο του. Οι απαγωγείς μεταφέρουν τον Γιάννη Τσατσάνη σε ένα σπίτι στο Χαϊδάρι, όπου τον κρατούν δεμένο και με κουκούλα στο κεφάλι για 4-5 ημέρες. Γνωρίζουν ότι η οικογένειά του δραστηριοποιείται στο εμπόριο και συγκεκριμένα στην εισαγωγή ηλεκτρικών ειδών, γι’ αυτό και αποφασίζουν να ζητήσουν ως λύτρα 150 εκατ. δραχμές.
Ποσό αρκετά μεγάλο για την εποχή, με τον πατέρα του «Μαρσελίνο» να προσπαθεί μέσω διαπραγματεύσεων να κερδίσει χρόνο για να μαζέψει μετρητά, ενώ παράλληλα να ενημερώνει την ΕΛ.ΑΣ., που εμπλέκεται στην έρευνα. Οι απαγωγείς δεν έχουν υπομονή, ενώ παράλληλα νομίζουν ότι πλησιάζει η ώρα της αποκάλυψής τους…
Κάπως έτσι αποφασίζουν να οδηγήσουν τον 17χρονο σε ένα ερημικό μαντρί στα Σκούρτα Βοιωτίας, προκειμένου να τον δολοφονήσουν και να επιχειρήσουν να καλύψουν τα ίχνη τους. Τον πυροβολούν δύο φορές, στην καρδιά και στον αυχένα, πετώντας τον σε ένα λάκκο που έχουν σκάψει για να τον θάψουν. Στις 19 Ιουνίου 1990, ο κτηνοτρόφος στον οποίο άνηκε το μαντρί ήρθε αντιμέτωπος με ένα μακάβριο θέαμα, καθώς τα σκυλιά του είχαν ξεθάψει το πτώμα του Γιάννη Τσατσάνη, το οποίο βρισκόταν σε κατάσταση προχωρημένης σήψης και το κεφάλι είχε αποκοπεί από το σώμα. Η υπόθεση εξιχνιάστηκε λίγες ημέρες αργότερα και οι δράστες οδηγήθηκαν στη φυλακή. Ήταν τόσο αδίστακτοι, που ακόμη και μετά τη δολοφονία του «Μαρσελίνο» συνέχισαν να τηλεφωνούν στην οικογένειά του και να ζητάνε χρήματα.
Παναγόπουλος: Με λύτρα ύψους 30 εκατ. ευρώ
Πρόκειται για μία απαγωγή που δεν ζηλεύει τίποτα από μία καλογυρισμένη ταινία του Χόλιγουντ: Από την πρώτη στιγμή που ο εφοπλιστής Περικλής Παναγόπουλος θα πέσει στα χέρια των δραστών, μέχρι την απελευθέρωσή του.
Λίγα λεπτά αφότου έχει φύγει με το πολυτελές Ι.Χ. αυτοκίνητό του από τη βίλα του στο Καβούρι, το πρωινό της 12ης Ιανουαρίου 2009, ο εφοπλιστής βλέπει ένα σκούρο βαν να του κλείνει τον δρόμο και τρεις μαυροφορεμένους και με κουκούλες άνδρες να εμφανίζονται μπροστά του με προτεταμένα όπλα. Τον αρπάζουν και τον βάζουν στο όχημά τους, τον οδηγούν στον σκουπιδότοπο του Υμηττού και στη συνέχεια τον βάζουν στο πορτμπαγκάζ ενός άλλου οχήματος για να τον μετακινήσουν ξανά.
Οι συνολικά 192 ώρες της ομηρίας του έχουν μόλις ξεκινήσει… Την απαγωγή έχει οργανώσει ένα από τα πιο «βαριά ονόματα» της Greek Mafia και έγκλειστος των φυλακών ακόμη σήμερα: Ο Παναγιώτης Βλαστός και τα μέλη της συμμορίας του, που θα διαπραγματευτούν με τη σύζυγο του εφοπλιστή, προκειμένου να κλείσουν συμφωνία για την επιστροφή του Περικλή Παναγόπουλου με λύτρα ύψους 30 εκατ. ευρώ. Πρόκειται για το μεγαλύτερο ποσό που έχει δοθεί μέχρι σήμερα στα ελληνικά αστυνομικά χρονικά. Η παράδοση των λύτρων ήταν
κυριολεκτικά κινηματογραφική, καθώς στις 13 και στις 17 Ιανουαρίου η Κατερίνα Παναγοπούλου θα ταξιδέψει μέχρι το Ξυλόκαστρο και συγκεκριμένα μέχρι το 125ο χλμ. της Εθνικής Οδού Αθηνών-Πατρών. Εκεί οι απαγωγείς είχαν αφήσει μία βιντεοκασέτα και μία κασέτα ήχου που περιείχαν υλικό σχετικά με την απαγωγή.
Η παράδοση των χρημάτων γίνεται τελικά το βράδυ της 18ης Ιανουαρίου 2009 και οι δράστες αφήνουν ελεύθερο τον εφοπλιστή, κάπου στο Χαϊδάρι. Οι συνολικά 19 εμπλεκόμενοι δεν θα προλάβουν να ξοδέψουν παρά ελάχιστα απ’ αυτά τα χρήματα, καθώς λίγους μήνες αργότερα θα εντοπιστούν από τις Αρχές, θα συλληφθούν και θα οδηγηθούν στη Δικαιοσύνη. Η έρευνα για την απαγωγή αποκάλυψε συμβόλαια θανάτου για αξιωματικούς του Τμήματος Εγκλημάτων κατά Ζωής, διευθυντές φυλακών και υπαλλήλους σωφρονιστικών καταστημάτων, καθώς επίσης και την εκτέλεση ενός επιχειρηματία.
Χαΐτογλου: Το… road trip των 80 ωρών
Στα μέσα της δεκαετίας του ’90, ο δισεκατομμυριούχος ιδιοκτήτης εργοστασίου χαλβά, Αλέξανδρος Χαΐτογλου, είναι από τους πιο γνωστούς επιχειρηματίες της χώρας.
Όχι μόνο επειδή παράγει ένα πολύ δημοφιλές στην Ελλάδα προϊόν, αλλά κι επειδή είναι μεγαλομέτοχος και πρόεδρος της ομάδας μπάσκετ του Ηρακλή, που εκείνη την εποχή γνωρίζει μεγάλες δόξες. Παράλληλα, όμως, είναι και η εποχή που τα αδέρφια Βασίλης και Νίκος Παλαιοκώστας κυριαρχούν στην παρανομία, αποφασίζοντας να κάνουν μία απαγωγή με στοιχεία… road trip. Το ημερολόγιο δείχνει 15 Δεκεμβρίου
1995 και ο μεγαλοεπιχειρηματίας αναχωρεί με τη λιμουζίνα του από τη βίλα του στο Πανόραμα Θεσσαλονίκης για το εργοστάσιο χαλβά. Όχι μόνο δεν φοβόταν ότι μπορεί να του συμβεί κάτι κακό, αλλά δεν είχε ούτε οδηγό για το πολυτελές όχημά του.
Οι διαβόητοι κακοποιοί (σ.σ. ο Νίκος Παλαιοκώστας απεβίωσε πρόσφατα, ο Βασίλης παραμένει «Φαντομάς» για την ΕΛ.ΑΣ.) τού στήνουν ενέδρα στην επαρχιακή οδό Ωραιοκάστρου-Θεσσαλονίκης και με την απειλή όπλων τον ακινητοποιούν και τον επιβιβάζουν σε άλλο όχημα. Για 80 ολόκληρες ώρες, ο Θεσσαλονικιός μεγαλοεπιχειρηματίας και παράγοντας του μπάσκετ βρίσκεται μέσα σε ένα Ι.Χ. αυτοκίνητο το οποίο κινούνταν συνεχώς, με τους απαγωγείς να διαπραγματεύονται για τα λύτρα με τον αδερφό του. Ο Αλέξανδρος Χαΐτογλου έχει δημιουργήσει μία πολύ μεγάλη περιουσία, που του έχει δώσει και το προσωνύμιο «βασιλιάς του
χαλβά», με τη συμφωνία για την απελευθέρωσή του να κλείνει στα 260 εκατομμύρια δραχμές. Ο αδερφός του, Κώστας, αφήνει ο ίδιος σε ερημική τοποθεσία στη Φθιώτιδα τα λύτρα και περιμένει.
Τα αδέρφια Παλαιοκώστα, όντας ήδη επικηρυγμένοι από το ελληνικό κράτος, γνωρίζουν ότι έχουν
μία μοναδική ευκαιρία για να αποκτήσουν χρήματα που θα τους επιτρέψουν να κρύβονται για ένα αρκετά μεγάλο ακόμη χρονικό διάστημα. Τελικά, μετά από 80 ώρες στον δρόμο, οι δράστες παίρνουν τα χρήματα
και τον απελευθερώνουν στα ΚΤΕΛ Καρδίτσας! «Έζησα σχεδόν τέσσερις ημέρες μέσα σε ένα αμάξι. […] Μπορώ να πω ότι μου φέρθηκαν ανθρώπινα πάνω απ’ όλα και είχα την ευκαιρία να συζητήσω μαζί τους ώρες ατελείωτες και να καταλάβω ότι πρόκειται για ανθρώπους ενήμερους για όλη την κατάσταση που επικρατεί εδώ στην Ελλάδα, και μάλιστα θα έλεγα ότι είχαν και κάποιο επίπεδο σαν άνθρωποι γενικά», θα δηλώσει ο Αλέξανδρος Χαΐτογλου σε συνέντευξή του μετά την απελευθέρωσή του.
Μυλώνας: «Όμηρος των… Βαρδινογιάννηδων»
«Ε σύ μπορεί να είσαι ο Μυλωνάς του αλουμινίου, αλλά εμείς είμαστε οι Βαρδινογιάννηδες στις απαγωγές».
Τα λόγια αυτά του Βασίλη Παλαιοκώστα, όπως τα μετέφερε ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Θεσσαλονίκης ο μεγαλοεπιχειρηματίας Γιώργος Μυλώνας, ήταν δείγμα του πόσο πολύ πίστευε στον εαυτό του και στο εγκληματικό του ένστικτο ο διαβόητος «Φαντομάς». Το ημερολόγιο δείχνει 9 Ιουνίου 2008 και ο Γιώργος Μυλώνας -έχοντας ως συνοδηγό τη σύζυγό του, Νέλλη- ετοιμάζεται να μπει στο πάρκινγκ της βίλας του στο Πανόραμα Θεσσαλονίκης, όπως κάθε μέρα.
Τίποτα δεν προμήνυε ότι τρεις πάνοπλοι κουκουλοφόροι τού έχουν στήσει ενέδρα. Στη συνέχεια τον ακινητοποιούν και τον βάζουν στο πίσω κάθισμα του πολυτελούς οχήματός του, αφήνοντας πίσω τους τη
σύζυγό του. Τραγική ειρωνεία; Ο κορυφαίος ίσως εκείνη την εποχή βιομήχανος στον χώρου του αλουμινίου, μόλις μία ώρα νωρίτερα, είχε πει στον σωματοφύλακά του να φύγει, καθώς ήθελε να απολαύσει το δείπνο του με τη Νέλλη Μυλωνά και δεν ένιωθε απειλή. Ο μεγαλοεπιχειρηματίας θα κρατηθεί όμηρος για 13 ημέρες σε ένα σπίτι στη Σουρωτή: Εκεί ο Βασίλης Παλαιοκώστας θα του πει την αλήστου μνήμης ατάκα που αργότερα ο Γιώργος Μυλώνας θα μεταφέρει στο δικαστήριο. Με κομμένη την ανάσα, το Πανελλήνιο παρακολουθεί τις εξελίξεις, μέχρι τελικά η οικογένειάτου να καταβάλει 10,8 εκατομμύρια ευρώ ως λύτρα, εκ των οποίων τα μισά βρέθηκαν τα επόμενα χρόνια. Ο Γιώργος Μυλωνάς θα χαρακτηρίσει τη συμπεριφορά των απαγωγέων «καλή, όχι βίαια. Μου φέρνανε εφημερίδες, άκουγα ραδιόφωνο κάθε μισή ώρα».
Όντας πανέξυπνος άνθρωπος και αρκετά ψύχραιμος, το θύμα της απαγωγής ανέφερε στις Αρχές ότι κατά την
πολυήμερη ομηρία του προσπαθούσε να συγκεντρώσει στοιχεία για τους δράστες και, παρότι αυτοί φορούσαν συνεχώς κουκούλες, αποτύπωσε κάποια στοιχεία για τα υψομετρικά χαρακτηριστικά τους και τη φωνή τους!
Οι αστυνομικοί της Ασφάλειας κατάφεραν τελικά να τους εντοπίσουν και να τους οδηγήσουν στη Δικαιοσύνη, αν και τη στιγμή των συλλήψεων ήρθαν αντιμέτωποι με μία έκπληξη. Απέναντί τους δεν είχαν μόνο διαβόητους και σκληρούς ποινικούς, αλλά και δύο άτομα του αντιεξουσιαστικού χώρου: τον Βασίλη Χρ. και τον Πάτροκλο Γ.. Η αρχική απαίτηση της ομάδας του Βασίλη Παλαιοκώστα ήταν 30 εκατ. ευρώ, ενώ το βάρος της διαπραγμάτευσης σήκωσε η Νέλλη Μυλώνα, η οποία και παρέδωσε τα λύτρα.
Λεμπιδάκης: Η αρπαγή των 180 ημερών
Η επιστροφή του Μιχάλη Λεμπιδάκη στο σπίτι του το απόγευμα της 30ής Μαρτίου 2017, με τον επιχειρηματία να έχει γυρίσει στην Κρήτη μετά από ένα ταξίδι στο εξωτερικό, θα… καθυστερήσει 180 ημέρες.
Ο λόγος; Ότι δεν υπολόγισε τα σχέδια των απαγωγέων του, οι οποίοι γνωρίζουν τις κινήσεις του και του έχουν στήσει ενέδρα για τη μεγαλύτερη σε χρονική διάρκεια απαγωγή που έχει γίνει ποτέ στην Ελλάδα. Ένα αγροτικό αυτοκίνητο κλείνει ξαφνικά τον δρόμο στο πολυτελές όχημα του επιχειρηματία, με μία ομάδα ενόπλων να εμφανίζεται μπροστά του, να τον αρπάζει και τον βάζει σε ένα άλλο Ι.Χ. αυτοκίνητο. Ένας εκ των βασικών κατηγορουμένων θα τον αγκαλιάσει, την ώρα που η αδρεναλίνη έχει χτυπήσει «κόκκινο», και με ψυχραιμία θα του πει: «Κανείς δεν παθαίνει πράμα».
Η πρώτη απαίτηση των δραστών από την οικογένεια του επιχειρηματία είναι για λύτρα ύψους 100 εκατ. ευρώ,
τα οποία και ζητούν επιτακτικά από τον αδερφό του. Οι απαγωγείς μιλάνε μόνο μαζί του από καρτοκινητά τηλέφωνα μιας χρήσης, την ίδια στιγμή που στην ΕΛ.ΑΣ έχει συστηθεί ειδική ομάδα 20 ατόμων με αστυνομικούς από την Ασφάλεια Αττικής και την Κρήτη. Οι απαγωγείς φαίνεται πως είχαν σχεδιάσει να κρατήσουν τον Μιχάλη Λεμπιδάκη για όσο χρονικό διάστημα απαιτούνταν, αλλάζοντάς του συνολικά πέντε διαφορετικές τοποθεσίες-κρησφύγετα, ένα εκ των οποίων ήταν μαντρί με πρόβατα! Ο χρόνος περνάει, στην υπόθεση έχουν μεγαλύτερη ή μικρότερη εμπλοκή όλο και περισσότερα άτομα (σ.σ. περί τα 50 σύμφωνα με τη δικογραφία που θα σχηματιστεί) και τα στόματα αρχίζουν να ανοίγουν.
Οι τίτλοι τέλους στην απαγωγή των 180 ημερών θα πέσουν στις 2 Οκτωβρίου 2017, όταν μία ομάδα 15 επίλεκτων και πάνοπλων αστυνομικών ξεκινάει για το τελευταίο κρησφύγετο: μια αποθήκη μεταχειρισμένων αυτοκινήτων,
πολύ κοντά στη γέφυρα της Ζουρίδας στο Ρέθυμνο. Οι άνδρες της ΕΚΑΜ πιάνουν κυριολεκτικά στον ύπνο τα δύο άτομα που «φύλαγαν» τον Μιχάλη Λεμπιδάκη, τον οποίο βρίσκουν σε ξαπλωμένο ένα στρώμα με το πόδι του δεμένο σε αλυσίδα και να ζυγίζει μόλις 45 κιλά! Με δάκρια στα μάτια, θα πει στους αστυνομικούς: «Σας ευχαριστώ πολύ, με σώσατε. Δεν μπορώ να το πιστέψω…».