Η πρόσφατη αποστροφή του Κυριάκου Μητσοτάκη στο τελευταίο υπουργικό συμβούλιο του έτους, ότι το 2026 θα είναι ένα «πλήρες κυβερνητικό έτος» αποτυπώνει την ακλόνητη βούληση του πρωθυπουργού να εξαντλήσει η κυβέρνηση την τετραετία και οι κάλπες να στηθούν την άνοιξη του 2027.
Οι τακτικοί συνομιλητές του πρωθυπουργού, όπως σημειώνει ρεπορτάζ της Έλλης Τριανταφύλλου στην εφημερίδα «Political», εμφανίζονται πεπεισμένοι ότι αυτός είναι ο σχεδιασμός του Μεγάρου Μαξίμου για δύο λόγους: Πρώτον, διότι όπως έχει αποδειχθεί, ο πρωθυπουργός αποστρέφεται τους εκλογικούς αιφνιδιασμούς και κάθε κίνηση που είναι στον αντίποδα των θεσμικών επιταγών. Και δεύτερον και σημαντικότερο, γιατί ο Κυριάκος Μητσοτάκης είναι πεπεισμένος ότι με την ολοκλήρωση του κυβερνητικού έργου της δεύτερης «γαλάζιας» τετραετίας, οι πολιτικές συνθήκες είναι σαφώς βελτιωμένες.
Πολλαπλά στοιχήματα
Βεβαίως, όπως παραδέχονται κυβερνητικά και κομματικά στελέχη της ΝΔ, στο μέσο της δεύτερης κυβερνητικής θητείας, η κυβέρνηση βρίσκεται αντιμέτωπη με πολλαπλά στοιχήματα και προκλήσεις. Και παρότι η κυβερνητική παράταξη παραμένει η κυρίαρχη πολιτική δύναμη, με τον Κυριάκο Μητσοτάκη να εμφανίζεται σταθερά ο μόνος από τους πολιτικούς αρχηγούς που εμπιστεύονται οι πολίτες για τη διακυβέρνηση της χώρας, υπάρχουν ζητήματα που ασκούν ή πρόκειται να ασκήσουν πίεση τους επόμενους μήνες. Από τον βαθμό της πίεσης και τις συνθήκες που θα δημιουργηθούν, θα εξαρτηθούν πολλά. Ακόμα και ο χρόνος που θα επιλεγεί για τη διεξαγωγή των επόμενων εθνικών εκλογών.
Όπως επιβεβαιώνει στην «Political» έμπειρος υπουργός, η οδηγία που έχει δοθεί προς όλα τα μέλη του υπουργικού συμβουλίου είναι στο τέλος του 2026 να παραδώσουν όλοι τα έργα που ανά τομέα ευθύνης έχουν αναλάβει, ώστε να δικαιούται η κυβέρνηση να πει «τα υποσχεθήκαμε, τα κάναμε».
Κατά το ίδιο κυβερνητικό στέλεχος, το ερώτημα που μένει να απαντηθεί τους επόμενους μήνες είναι αν και σε ποιο βαθμό αυτά τα έργα αρκούν για να φέρουν πιο κοντά το στοίχημα μιας νέας αυτοδύναμης διακυβέρνησης για τη ΝΔ, το οποίο μέχρι σήμερα, ομολογουμένως, φαντάζει δύσκολο.
Το κυβερνητικό επιτελείο αλλά και υπουργοί και «γαλάζιοι» βουλευτές προκρίνουν πέντε ζητήματα ως καθοριστικά των πολιτικών εξελίξεων, τα εξής:
1. Η έκβαση της μάχης της κυβέρνησης με την ακρίβεια και το στεγαστικό πρόβλημα. Είναι κοινή παραδοχή στο κυβερνητικό στρατόπεδο ότι παρά τη σημαντική βελτίωση στα οικονομικά των νοικοκυριών από τις μειώσεις της φορολογίας και τις αυξήσεις σε μισθούς και συντάξεις, η εισαγόμενη ακρίβεια εμφανίζει ανθεκτικότητα, με αποτέλεσμα ο πληθωρισμός να ροκανίζει τα εισοδήματα και να… τρέφει την κοινωνική δυσαρέσκεια. Το Μέγαρο Μαξίμου δρομολογεί και νέα μέτρα στήριξης των πολιτών έναντι της ακρίβειας όπως και νέες πρωτοβουλίες για την αντιμετώπιση της στεγαστικής κρίσης. Και οι συνεργάτες του πρωθυπουργού, ωστόσο, αναγνωρίζουν ότι αυτό είναι ίσως το πιο δύσκολο στοίχημα της κυβέρνησης.
2. Η «αντοχή» στον χρόνο του διλήμματος «σταθερότητα ή νέες περιπέτειες». Στο κυβερνητικό επιτελείο αναλύουν με ιδιαίτερη προσοχή την τάση που αρχίζει να καταγράφεται στις δημοσκοπήσεις από μία σημαντική μερίδα πολιτών, οι οποίοι, αν και αναγνωρίζουν την πρωτοκαθεδρία της ΝΔ, δείχνουν να μη νιώθουν το… δέος που ένιωθαν παλαιότερα μπροστά στον κίνδυνο να μπει η χώρα σε αχαρτογράφητα νερά.
3. Η δυνατότητα ή μη της ΝΔ να υπερβεί το 30% στις δημοσκοπήσεις του νέου έτους. Το Μέγαρο Μαξίμου εκτιμά ότι με ένα ποσοστό πάνω από το 30%, όταν στηθούν οι κάλπες, θα υπάρξει περαιτέρω αύξηση της εκλογικής της δύναμης. Στο κυβερνητικό επιτελείο θεωρούν κρίσιμο όχι μόνο να υπάρξει αύξηση των μέχρι σήμερα δημοσκοπικών ποσοστών της κυβερνητικής παράταξης, αλλά και να σταθεροποιηθούν σε πιο υψηλά επίπεδα.
4. Τα πιθανά νέα κόμματα. Με φόντο την πρωτοφανή ρευστότητα στον χώρο των κομμάτων της αντιπολίτευσης, ουδείς μπορεί να προβλέψει με βεβαιότητα πώς θα επιδράσουν στην πολιτική σκηνή τυχόν νέα κόμματα από τον Αλέξη Τσίπρα, τον Αντώνη Σαμαρά και τη Μαρία Καρυστιανού. Είναι προφανές ότι έχει σημασία αν θα γίνει ένα από αυτά, δύο ή και τα τρία.
5. Οι διεθνείς εξελίξεις. Παρά το γεγονός ότι η χώρα μας έχει πετύχει έναν διακριτό και πρωταγωνιστικό ρόλο στη διεθνή ενεργειακή σκακιέρα και πρωτοστατεί στην προσπάθεια της ΕΕ να απεξαρτηθεί από το ρωσικό φυσικό αέριο, η κατάσταση στην παγκόσμια σκακιέρα είναι εξαιρετικά ρευστή, γεγονός που αναγκάζει σειρά Ευρωπαίων υπουργών Εξωτερικών και Άμυνας να δηλώνουν ότι θα πρέπει οι χώρες τους να προετοιμαστούν για το ενδεχόμενο εμπλοκής σε πολεμικές συρράξεις. Είναι προφανές ότι αν υπάρξουν δυσμενείς, απρόβλεπτες εξελίξεις, η ανάγκη διασφάλισης της πολιτικής σταθερότητας στη χώρα θα καταστεί πρωταρχική και κρίσιμη.












