Ο Ευάγγελος Βενιζέλος δεν ασκεί κριτική από τον εξώστη. Μιλά ως πολιτικός που συνυπέγραψε τις πιο δύσκολες αποφάσεις της μεταπολίτευσης και έβαλε πλάτη όταν η χώρα βρέθηκε στο χείλος. Γι’ αυτό και η φράση περί «μη διακυβερνήσιμης χώρας» δεν ακούγεται θεωρητική, έχει το βάρος ανθρώπου που έζησε την απόλυτη πίεση και ξέρει τι σημαίνει να μην υπάρχει δίχτυ ασφαλείας.
Στην πρόσφατη παρουσίαση του βιβλίου του Τάσου Γιαννίτση δεν έκανε πολιτική ρητορική. Άνοιξε πίνακες, διάβασε αριθμούς, μίλησε για ρυθμούς ανάπτυξης που φθίνουν, για επενδύσεις που στερεύουν μετά το τέλος του Ταμείου Ανάκαμψης, για δημογραφικό που διαβρώνει κάθε μακροπρόθεσμο σχεδιασμό. Το μήνυμα ήταν σαφές: η επόμενη τριετία δεν θα είναι εύκολη και δεν χωρά εφησυχασμό. Ο Βενιζέλος περιγράφει με ακρίβεια το πρόβλημα, αλλά αποφεύγει να πει καθαρά ποιον ρόλο επιθυμεί να έχει ο ίδιος στο επόμενο κεφάλαιο. Δεν είναι πια κυβερνητικός εταίρος, ούτε θεσμικός παράγοντας με ευθύνη λήψης αποφάσεων. Είναι όμως και κάτι περισσότερο από ένας απλός σχολιαστής. Αυτή η ενδιάμεση θέση δημιουργεί εύλογα ερωτήματα: μιλά ως προειδοποιητική φωνή της Ιστορίας ή προετοιμάζει πολιτική επανατοποθέτηση;
Τι θέλει τελικά ο Βενιζέλος;
Ο Βενιζέλος δεν χτίζει κόμμα, δεν ανακοινώνει επιστροφές, δεν διεκδικεί –τουλάχιστον ρητά– ρόλους. Όμως τρεις ουσιαστικές παρεμβάσεις μέσα σε μία εβδομάδα δεν είναι τυχαίες. Δημιουργούν πολιτικό αποτύπωμα και επαναφέρουν το όνομά του στο κέντρο της συζήτησης, ειδικά σε μια περίοδο όπου το πολιτικό σύστημα αναζητά πρόσωπα με εμπειρία και διεθνές βάρος. Από φιλοκυβερνητική σκοπιά, η παρουσία του μπορεί να διαβαστεί και ως χρήσιμη υπενθύμιση των ορίων και των κινδύνων. Η κυβέρνηση δεν έχει λόγο να αγνοήσει τέτοιες φωνές, αλλά ούτε και να τις αφήσει να αιωρούνται χωρίς πλαίσιο. Γιατί όταν ένας πρώην εταίρος μιλά με τόση ένταση, το ερώτημα δεν είναι μόνο τι λέει, αλλά και γιατί το λέει τώρα.
Σε κάθε περίπτωση, ο Βενιζέλος δείχνει ότι δεν αποσύρεται σιωπηλά από τον δημόσιο διάλογο. Αν θα παραμείνει στον ρόλο του θεσμικού σχολιαστή ή αν θα επιχειρήσει να διαμορφώσει εξελίξεις εκ των έσω, μένει να φανεί. Προς το παρόν, η παρέμβασή του λειτουργεί περισσότερο ως καμπανάκι παρά ως σχέδιο. Και ίσως αυτό, σε μια φάση σχετικής σταθερότητας, να είναι και το μόνο που πραγματικά επιδιώκει.
Δ.Δ.












