Απαιτούνται πάνω από 10.000.000.000 ευρώ μέχρι το 2030
για μην πούμε το νερό… νεράκι
«Θα διψάσουμε;» Ένα ερώτημα που ακούγεται όλο και πιο συχνά τα τελευταία δύο χρόνια, καθώς τα αποθέματα πόσιμου νερού μειώνονται όλο και περισσότερο. Μοιραία, η Αττική είναι η περιοχή της Ελλάδας που αντιμετωπίζει τον μεγαλύτερο κίνδυνο λειψυδρίας, εάν και εφόσον δεν ληφθούν άμεσα μέτρα…
Κακά τα ψέματα, η χώρα μας βρίσκεται προ μίας μεγάλης κρίσης και οι υπεύθυνοι οφείλουν να κινηθούν τάχιστα, εάν δεν θέλουν να πούμε το νερό… νεράκι.
Για να καταλάβει κανείς το μέγεθος του προβλήματος, αρκεί να αναφέρουμε πως τα αποθέματα πόσιμου νερού έχουν μειωθεί στο μισό σε σχέση με το 2021, δηλαδή μέσα σε μόλις τέσσερα χρόνια. Η επιστημονική κοινότητα σημειώνει πως, παρότι ο χειμώνας που μας πέρασε δεν ήταν άσχημος σε ό,τι αφορά τις βροχοπτώσεις και τις χιονοπτώσεις, εντούτοις οι ταμιευτήρες νερού δεν ενισχύθηκαν στον βαθμό που θα περίμενε κανείς.
Η κοινή έκθεση της Deloitte και του World Resources Institute είναι αποκαλυπτική: Η χώρα μας κατατάσσεται σήμερα στη 19η θέση παγκοσμίως ως προς τον κίνδυνο λειψυδρίας. Αλήθεια, πόσοι άραγε θυμούνται ότι στις αρχές της δεκαετίας του ’90, μέσα στο καζανάκι τοποθετούσαμε ένα… τούβλο για να μειωθεί η ποσότητα νερού που συγκέντρωνε; Πόσοι άραγε θυμούνται ότι το 1993 είχε απαγορευτεί το πλύσιμο των αυτοκινήτων στον δρόμο ή το γέμισμα των πισινών;
«Νερό, προσέχουμε για να έχουμε» ήταν το σύνθημα που για χρόνια ακουγόταν σε τηλεοράσεις και ραδιόφωνα, ενώ είχε γίνει και… σλόγκαν για άτομα όλων των ηλικιών, μπροστά στον κίνδυνο να επιβληθεί δελτίο στη διανομή του πόσιμου ύδατος.
Εάν, λοιπόν, δεν θέλουμε να ξυπνήσουν μνήμες από το όχι και τόσο μακρινό παρελθόν, τότε είναι ώρα για στοχευμένες δράσεις. Το πρόβλημα βρίσκεται πολύ ψηλά στην κυβερνητική ατζέντα, ενώ ήδη παρουσιάστηκε ένα πλαίσιο δράσεων.
Νερό που χάνεται
Με το κλίμα στις χώρες της Μεσογείου να γίνεται όλο και πιο ξηρό, η Ελλάδα αντιμετωπίζει την -κάθε χρόνο- και πιο δύσκολη αναπλήρωση των αποθεμάτων της σε πόσιμο νερό.
Την ίδια ώρα, σύμφωνα με τα στοιχεία του ΟΟΣΑ, το ποσοστό του νερού που πάει χαμένο από τα συστήματα ύδρευσης στην Ελλάδα πλησιάζει το 30%. Πρόκειται για μία πραγματικότητα που όχι απλώς γνωρίζουν οι πολίτες, αλλά βιώνουν στην καθημερινότητά τους, καθώς λόγω της παλαιότητας του δικτύου στις περισσότερες περιοχές υπάρχουν μεγάλες διαρροές -ορισμένες εκ των οποίων υπόγειες, άρα και πιο δύσκολο να εντοπιστούν και να διορθωθούν. Αρκεί να αναφέρουμε πως το δίκτυο ύδρευσης της Αθήνας ξεκίνησε από το 1926 (σ.σ. υπάρχουν δηλαδή περιπτώσεις σωληνώσεων που ίσως και να είναι 99 ετών!), και το συνολικό μήκος του ξεπερνά τα 9.500 χλμ.
Με τον κίνδυνο της λειψυδρίας προ των πυλών, οι απώλειες – διαρροές υδάτων από το πεπαλαιωμένο δίκτυο είναι απαγορευτικές. Ήδη η ΕΥΔΑΠ έχει ξεκινήσει σειρά έργων για την αντικατάσταση των υφιστάμενων σωληνώσεων, πρόκειται όμως για μία διαδικασία που και υψηλό οικονομικό κόστος έχει, και μεγάλο χρονικό διάστημα απαιτεί. Στόχος, πάντως, είναι μέσα στην επόμενη διετία να υπάρχουν απτά αποτελέσματα και οι απώλειες λόγω του δικτύου να έχουν περιοριστεί σημαντικά.
Για να είμαστε δίκαιοι, πάντως, εκτός από την Πολιτεία πρέπει να υπάρξει ευαισθητοποίηση και από την πλευρά των πολιτών, καθώς πρόσφατη έρευνα έδειξε ότι μόλις το 43,71% των πολιτών ελέγχει (σ.σ. κι αυτό σπάνια) το δίκτυο ύδρευσης για διαρροές και το 62,52% δεν χρησιμοποιεί συσκευές εξοικονόμησης νερού.
Υψηλό το κόστος
Με βάση εκτιμήσεις του 2022, απαιτούνταν κάτι περισσότερα από 10 δισ. ευρώ για έργα ύδρευσης και άρδευσης μέχρι το 2030, που θα βοηθούσαν να αντιμετωπιστεί ο κίνδυνος λειψυδρίας στην Αττική και στις άλλες επίφοβες περιοχές της χώρας. Ωστόσο, πρόκειται για υπολογισμούς που πρέπει να επικαιροποιηθούν προς τα πάνω (σ.σ. κάποιοι μάλιστα ανεβάζουν το ποσό ακόμη και στα 15 δισ. ευρώ), με τον Γενικό Γραμματέα Φυσικού Περιβάλλοντος και Υδάτων Πέτρο Βαρελίδη να δηλώνει ότι «πρόκειται για ποσά που αυτήν τη στιγμή δεν υπάρχουν στον κρατικό Προϋπολογισμό, αλλά είναι μια πραγματικότητα που πρέπει να αντιμετωπίσουμε.
Γι’ αυτό αναζητούμε πρόσθετους τρόπους χρηματοδότησης». Αν και επίσημα χείλη αποφεύγουν «όπως ο διάβολος το λιβάνι» να θίξουν το θέμα, κάθε άλλο παρά απίθανο πρέπει να θεωρείται το ενδεχόμενο αύξησης στα τιμολόγια του νερού, προκειμένου να συγκεντρωθούν οι απαραίτητοι πόροι για να «ξεδιψάσουμε». Ως η πλέον κατάλληλη λύση για την ενίσχυση των αποθεμάτων της Αττικής προκρίνεται η τροφοδοσία του ταμιευτήρα του Ευήνου από νέες πηγές νερού στη Δυτική Ελλάδα, έργο ύψους 450 εκατ. ευρώ τουλάχιστον.
Πρόκειται για έργο το οποίο θα πραγματοποιηθεί σε δύο φάσεις, με τον ταμιευτήρα του Εύηνου να συνδέεται αρχικά με τον Κρικελοπόταμο, με σήραγγα περίπου 12 χλμ., αμέσως μετά με τον Καρπενησιώτη, με δεύτερη σήραγγα 7 χλμ., ενώ σε τρίτο χρόνο θα προωθηθεί η κατασκευή μιας ακόμη σήραγγας, περίπου 11 χλμ., μέχρι τη λίμνη των Κρεμαστών. Έργο για το οποίο θα απαιτηθούν άλλα 250 εκατ. ευρώ, σύμφωνα με τους υπολογισμούς.
Ανακοινώσεις σύντομα
Κυβερνητικές πηγές επισημαίνουν ότι τον προσεχή Σεπτέμβριο θα γίνουν επίσημες ανακοινώσεις για συγκεκριμένα έργα και δράσεις για την αντιμετώπιση του προβλήματος, σε συνέχεια της χάρτας πέντε σημείων του Μεγάρου Μαξίμου.
Μεταξύ άλλων, προβλέπεται η δημιουργία ταμείου για τη χρηματοδότηση φραγμάτων, μονάδων αφαλάτωσης και άλλων επενδύσεων για την προστασία της ασφάλειας των υδάτων, με την Αττική να μπαίνει σε ειδικό καθεστώς, προκειμένου να επισπευσθούν οι διαδικασίες. Αυτήν τη στιγμή «τρέχουν» 1.327 έργα ύδρευσης στην Ελλάδα, τα οποία απαιτούν επενδύσεις άνω των 5 δισ. ευρώ, ενώ από το 2019 έχουν υλοποιηθεί 278 έργα διαχείρισης υδάτων, κόστους 356,4 εκατ. ευρώ.
Πληροφορίες αναφέρουν ότι, μεταξύ άλλων, έργων σχεδιάζεται και η δημιουργία νέων φραγμάτων και λιμνοδεξαμενών, που θα ενισχύσουν τη συλλογή βρόχινου νερού -σε περιοχές που αυτό είναι εφικτό- και θα μπορούσαν να ενταχθούν στο δίκτυο υδροδότησης της χώρας.
Τέλος, σύμφωνα με καλά ενημερωμένες πηγές, προωθείται η κατασκευή εργοστασίου αφαλάτωσης ως «στρατηγική εφεδρεία» για την Αττική. Για την εγκατάσταση εξετάζονται διάφορες θέσεις, ακόμη και η τεχνολογία της υποβρύχιας αφαλάτωσης. Η μέθοδος της αφαλάτωσης αναμένεται να επιλεχθεί για άνυδρα νησιά, με το υπουργείο Οικονομικών να έχει έτοιμο κονδύλι ύψους 50 εκατ. ευρώ, που θα μπορούσε να διατεθεί για τη δημιουργία μονάδων αφαλάτωσης σε Αστυπάλαια, Νίσυρο, Σύμη, Κάσο, Λειψούς, Τήλο, Χάλκη, Καστελλόριζο, Άγιο Ευστράτιο κ.ά.
Το σχέδιο της κυβέρνησης για κεντρική διαχείριση
Ένα από τα… παραδοσιακά προβλήματα του ελληνικού κράτους είναι ο κατακερματισμός των αρμοδιοτήτων, κάτι που φυσικά παρατηρείται και σε ό,τι έχει να κάνει με τη διαχείριση του νερού. Στο πλαίσιο αυτό αποφασίστηκε και έχει μπει ήδη σε τροχιά υλοποίησης η χάραξη «Εθνικής Στρατηγικής Υδάτων» για τις επόμενες δεκαετίες.
Μεταξύ άλλων, προβλέπεται ότι η Ελλάδα θα διαθέτει τρεις φορείς διαχείρισης του νερού: την ΕΥΔΑΠ, την ΕΥΑΘ και μία τρίτη ανώνυμη εταιρεία που θα λειτουργήσει ως «ομπρέλα» για τους περίπου 730 υφιστάμενους τοπικούς φορείς. Είναι χαρακτηριστικό ότι σήμερα -πλην των δύο μεγάλων εταιρειών για Αθήνα και Θεσσαλονίκηυπάρχουν 194 δήμοι, 125 δημοτικές επιχειρήσεις Ύδρευσης – Αποχέτευσης, 403 οργανισμοί Εγγείων Βελτιώσεων (ΤΟΕΒ/ ΓΟΕΒ) κ.ά. εμπλεκόμενοι οργανισμοί, με ό,τι αυτό συνεπάγεται.
Στο ίδιο πλαίσιο εντάσσεται και η δημιουργία ψηφιακής πλατφόρμας που θα δίνει τη δυνατότητα να βλέπουν οι αρμόδιοι -σε εθνικό επίπεδο και σε πραγματικό χρόνο- πού πάει το νερό: πόσο καταναλώνεται, από ποιον, με τι ποιότητα, με τι κόστος και τι ποσότητες χάνονται. Στόχος, όπως επισημαίνουν αρμόδιες πηγές, είναι η λειτουργία ενός ψηφιακού πυρήνα (σ.σ. ενδεχομένως να αξιοποιηθεί και το ΑΙ) που θα αποτελέσει σε βάρος χρόνου το κεντρικό νευρικό σύστημα του δικτύου ύδρευσης της χώρας.
Μεταξύ άλλων δυνατοτήτων, η συγκεκριμένη ψηφιακή πλατφόρμα θα παρέχει τη δυνατότητα στους πολίτες να προβαίνουν σε γραπτές διαμαρτυρίες – καταγγελίες για θέματα ύδρευσης, οι οποίες θα επεξεργάζονται και θα δρομολογούνται προς τον κατά περίπτωση αρμόδιο φορέα.
του Κώστα Παπαδόπουλου












