Ο τρόπος υπολογισμού του εφάπαξ στο Δημόσιο έχει διαφοροποιηθεί σημαντικά μετά το 2014. Πλέον, οι εισφορές που καταβάλλονται για τα έτη μετά το 2013 καταγράφονται σε ατομικό λογαριασμό, με αποτέλεσμα το εφάπαξ να συνδέεται άμεσα με το ύψος των εισφορών και όχι με τον μέσο όρο αποδοχών προηγούμενων ετών.
Αυτό σημαίνει ότι όσοι είχαν περισσότερα έτη πριν το 2014 επωφελούνταν από μεγαλύτερα ποσά, ενώ όσοι έχουν περισσότερα έτη μετά το 2014 βλέπουν το εφάπαξ τους να καθορίζεται αποκλειστικά από τις εισφορές τους, χωρίς εγγύηση υψηλού ποσού, όπως στο παλιό σύστημα.
Πρακτικά, αυτό οδηγεί σε σημαντική μείωση του εφάπαξ για όσους έχουν μικρό «παλιό» χρόνο (ήτοι πριν το 2014), και μεγάλο μέρος του συντάξιμου χρόνου τους μετά το 2014 — δεδομένου ότι το νέο σύστημα δεν αποδίδει τόσα, όσο το παλιό.
Τα στοιχεία για το 2025 δείχνουν πτώση του μέσου εφάπαξ στο Δημόσιο: για παράδειγμα, το μέσο εφάπαξ — μετά τις αλλαγές — καταγράφεται στα 23.275 ευρώ, έναντι 24.417 ευρώ το 2023.
Ποιοι κερδίζουν — ποιοι χάνουν
Κερδίζουν (ή τουλάχιστον λιγότερο πλήττονται):
- Όσοι έχουν μεγάλο μέρος της ασφαλιστικής τους διαδρομής έως το 2013 (πρόσληψη νωρίτερα, πολλά έτη πριν το 2014). Για αυτούς, μεγάλο μέρος του εφάπαξ υπολογίζεται με παλιές, συχνά πιο ευνοϊκές, αποδοχές και συνθήκες.
- Συνταξιούχοι των οποίων το εφάπαξ καταβάλλεται πριν τις αλλαγές — δηλαδή όσοι είχαν υποβάλει αίτηση συνταξιοδότησης έγκαιρα — εξαιρούνται από τις μειώσεις.
Χάνουν (ή αντιμετωπίζουν μείωση):
- Όσοι έχουν μεγάλο μέρος του ασφαλιστικού τους χρόνου μετά το 2013 — δηλαδή περισσότεροι νεότεροι δημόσιοι υπάλληλοι ή όσοι διορίστηκαν αργότερα. Το εφάπαξ τους θα είναι πιο χαμηλό, καθώς βασίζεται πλέον σε εισφορές και όχι σε «παλιές» αποδοχές.
- Η διαφορά μπορεί να είναι σημαντική: σύμφωνα με παραδείγματα, δημόσιος υπάλληλος με 35 έτη στη σύνταξη το 2025 μπορεί να πάρει περίπου 25.069 €, ενώ με τα ίδια χρόνια υπηρεσίας το 2018 είχε λάβει ~32.038 €, δηλαδή ~7.000 € λιγότερα.












