Νέα επιστημονικά δεδομένα φέρνουν στο φως συγκεκριμένα γονιδιακά χαρακτηριστικά που συνδέονται άμεσα με τον καρκίνο του παγκρέατος, και ανοίγουν τον δρόμο για πιο έγκαιρη ανίχνευση και καλύτερη θεραπευτική αντιμετώπιση.
Σήμερα η πιο συνηθισμένη μορφή της νόσου, το πορογενές αδενοκαρκίνωμα (PDAC), διαγιγνώσκεται σε προχωρημένο στάδιο, καθώς δεν υπάρχουν αξιόπιστες μέθοδοι πρώιμου εντοπισμού.
Eρευνητική ομάδα, με έδρα το Σαουθάμπτον στη Βρετανία και με τη στήριξη της φιλανθρωπικής οργάνωσης Planets για τον καρκίνο, εκτιμά ότι τα ευρήματά της θα μπορούσαν να οδηγήσουν στην ανάπτυξη εξατομικευμένων εργαλείων πρόβλεψης κινδύνου.
Αυτό, θα επέτρεπε στους γιατρούς να εντοπίζουν άτομα που θα μπορούσαν να ωφεληθούν από πιο πρώιμο έλεγχο και δυνητικά, σωτήριες θεραπείες.
Στους γνωστούς παράγοντες κινδύνου για τη νόσο περιλαμβάνονται το κάπνισμα, ο διαβήτης, η παχυσαρκία και η κληρονομική γενετική προδιάθεση, όπως αναφέρει ο Independent.
«Οι πρώιμες αναλύσεις μας υποδεικνύουν νέα γονιδιακά μοτίβα που ενδέχεται να σχετίζονται με τον κίνδυνο του καρκίνου του παγκρέατος, στον πληθυσμό του Ηνωμένου Βασιλείου.
«Οι πρώιμες αναλύσεις μας υποδεικνύουν νέα γονιδιακά μοτίβα που ενδέχεται να σχετίζονται με τον κίνδυνο του καρκίνου του παγκρέατος στον πληθυσμό του Ηνωμένου Βασιλείου.
Εάν τα ευρήματα αυτά επιβεβαιωθούν από περαιτέρω μελέτες, θα μπορούσαν μελλοντικά να ενσωματωθούν σε πιο εξελιγμένα εργαλεία πρόβλεψης κινδύνου, τα οποία θα συνδυάζουν τη γενετική με την ηλικία, το φύλο και παράγοντες τρόπου ζωής, προκειμένου να εντοπίζονται άτομα που θα ωφελούνταν από στενότερη παρακολούθηση» δήλωσε ο Δρ. Γεώργιος Ιωάννης Βέρρας, κλινικός ερευνητής στο Πανεπιστήμιο του Σαουθάμπτον, ο οποίος παρουσίασε την έρευνα στο συνέδριο της Βρετανικής Ένωσης Χειρουργικής Ογκολογίας (BASO) αυτόν τον μήνα.
«Αν και απαιτείται πολύ περισσότερη έρευνα προτού τα αποτελέσματα αυτά έχουν άμεσο αντίκτυπο στους ασθενείς, πρόκειται για μια ενθαρρυντική κατεύθυνση για τη μελλοντική έρευνα» σημείωσε.
Οι επιστήμονες χρησιμοποίησαν δεδομένα από την UK Biobank, μια βάση δεδομένων που περιλαμβάνει γενετικές πληροφορίες από 500.000 συμμετέχοντες, προκειμένου να εντοπίσουν παραλλαγές σε γονίδια που συνδέονται με το PDAC.
Οι παραλλαγές αυτές, σε συνδυασμό με την ηλικία, το φύλο και παράγοντες τρόπου ζωής, θα μπορούσαν να βοηθήσουν τους γιατρούς να εντοπίζουν άτομα με αυξημένο κίνδυνο εμφάνισης της νόσου.












