ΠΑΣΟΚ, ΣΥΡΙΖΑ aναζητούν πολιτικά οφέλη, αδιαφορώντας για την αλήθεια και προσβάλλοντας τη θεσμική λειτουργία του κράτους
Η υπόθεση των παράνομων επιδοτήσεων του ΟΠΕΚΕΠΕ αποτέλεσε για την αντιπολίτευση -ιδίως για το ΠΑΣΟΚ του Νίκου Ανδρουλάκη- μια πρώτης τάξεως ευκαιρία για να αναπαραγάγει το βασικό της αφήγημα: ό,τι συμβαίνει στη χώρα είναι έργο Μητσοτάκη.
Είτε πρόκειται για το σιδηροδρομικό δυστύχημα των Τεμπών, είτε για τις τιμές των σουπερμάρκετ, είτε τώρα για την αποκάλυψη παλιών και νέων κυκλωμάτων επιδοτήσεων, το μοτίβο είναι σταθερό: να χρεωθεί ο πρωθυπουργός προσωπικά κάθε φαινόμενο, ακόμη και αν προϋπήρχε και πολεμήθηκε από την ίδια την κυβέρνησή του.
Η πολιτική αυτή δεν είναι απλώς άδικη ή ανεύθυνη. Είναι επικίνδυνη, γιατί διαστρεβλώνει συνειδητά την αλήθεια, προσβάλλει τη θεσμική λειτουργία του κράτους και καλλιεργεί στον δημόσιο διάλογο την αντίληψη ότι τίποτα δεν αλλάζει, τίποτα δεν έχει αξία, όλοι ίδιοι είναι.
Αποπροσανατολισμός των πολιτών
Στην περίπτωση του ΟΠΕΚΕΠΕ το ΠΑΣΟΚ προσπαθεί να πείσει την κοινή γνώμη ότι αν δεν υπήρχε η Ευρωπαία Εισαγγελέας, τίποτα δεν θα είχε γίνει. Εντελώς ανιστόρητα και ατεκμηρίωτα, αποσιωπάται το γεγονός ότι το κύριο μέρος των ελέγχων, των μπλοκαρισμάτων και των παραπομπών προηγήθηκε χρονικά της ευρωπαϊκής έρευνας.
Η αλήθεια απλώς δεν εξυπηρετεί το αφήγημα. Ακόμη χειρότερα, ορισμένα κόμματα υιοθέτησαν την εντελώς ψευδή εκδοχή ότι η κυβέρνηση -μέσω νόμου του 2020- υποβάθμισε την απάτη και την απιστία σε βάρος των ευρωπαϊκών κονδυλίων από κακούργημα σε πλημμέλημα.
Η πραγματικότητα, όπως εξήγησε με στοιχεία ο κυβερνητικός εκπρόσωπος Παύλος Μαρινάκης, είναι τελείως διαφορετική: τόσο πριν όσο και μετά το 2020, όταν η ζημία ξεπερνά τις 120.000 ευρώ, τα αδικήματα αυτά παραμένουν κακουργήματα. Το ίδιο επιβεβαιώνεται και από το διαβιβαστικό της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας, που μιλά ρητά για κακουργηματική μορφή απιστίας. Άρα, έχουμε εσκεμμένη παραπληροφόρηση με στόχο τον αποπροσανατολισμό των πολιτών και τη συγκρότηση ενός ψευδεπίγραφου αφηγήματος περί συγκάλυψης και συνενοχής.
Επειδή όμως η αντιπολίτευση δεν μπορεί να αμφισβητήσει ευθέως τα στοιχεία -τους ΑΦΜ που μπλοκαρίστηκαν, τις ποινικές δικογραφίες που ξεκίνησαν, τις πρωτοβουλίες υπουργώνκαταφεύγει σε πολιτικό μαξιμαλισμό. Δημιουργεί ένα κλίμα συλλογικής ενοχής, όπου αρκεί να είσαι πρωθυπουργός για να ευθύνεσαι για όλα, με βάση ένα λογικό άλμα που παρακάμπτει τις θεσμικές διαδικασίες και τη δικαστική πραγματικότητα.
Το ίδιο ακριβώς συνέβη και με την τραγωδία των Τεμπών. Προτού καν ολοκληρωθούν οι πρώτες έρευνες και υπάρξει πόρισμα, είχαν καταλήξει στο αφήγημα της «πολιτικής ενορχήστρωσης». Σήμερα, με τον ΟΠΕΚΕΠΕ, η ίδια μέθοδος επαναλαμβάνεται: προκατασκευασμένη ενοχή, παραγνωρισμένα στοιχεία, επιλεκτική ανάγνωση της πραγματικότητας.
Επιχείρηση απαξίωσης της κυβέρνησης
Η αντιπολίτευση, αντί να στηρίξει μια προσπάθεια εκκαθάρισης ενός συστήματος που οδήγησε τη χώρα σε πρόστιμα 2,7 δισ. ευρώ από το 1996 έως σήμερα, επενδύει στο να υπονομεύσει κάθε προσπάθεια θεσμικής διόρθωσης. Και το κάνει για έναν απλό λόγο: γιατί η αποκάλυψη και η κάθαρση δεν έγιναν από την ίδια, αλλά από μια κυβέρνηση που έχει επιλέξει τη σύγκρουση με τα κυκλώματα, ακόμη και όταν έχει πολιτικό κόστος.
Η επιχείρηση απαξίωσης της κυβέρνησης με εργαλείο τον ΟΠΕΚΕΠΕ δεν στηρίζεται σε πραγματικά γεγονότα. Στηρίζεται στην ανάγκη της αντιπολίτευσης να βρει πολιτικό οξυγόνο μέσα από τη δημιουργία κρίσεων. Κρίσεων που είτε τις εφευρίσκει είτε τις παρουσιάζει διαστρεβλωμένα. Μόνο που αυτή η τακτική έχει ημερομηνία λήξης.
Γιατί στο τέλος οι πολίτες βλέπουν: ποιος συγκρούστηκε με τα κυκλώματα και ποιος κρύφτηκε όταν υπήρχαν ευθύνες. Ποιος μίλησε με αριθμούς, ποινικές διατάξεις και θεσμικές πράξεις – και ποιος επέλεξε τον φτηνό εντυπωσιασμό. Και αυτή η διάκριση, όσο κι αν πολεμιέται επικοινωνιακά, είναι τελικά που διαμορφώνει τη σχέση εμπιστοσύνης με την κοινωνία