Έξι βουλευτές της Νέας Δημοκρατίας κατήγγειλαν τον αποκλεισμό χιλιάδων αγροτών από τις πληρωμές του Μέτρου 23, χαρακτηρίζοντάς τον «άδικο και καταχρηστικό». Με ανακοίνωσή τους ζητούν από το υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης και τον ΟΠΕΚΕΠΕ να άρουν άμεσα τη σχετική απόφαση.
Οι βουλευτές Σερρών Φωτεινή Αραμπατζή, Β’ Θεσσαλονίκης Θόδωρος Καραόγλου, Καβάλας Νίκος Παναγιωτόπουλος, Δράμας Δημήτρης Κυριαζίδης, Καβάλας Γιάννης Παχαλίδης και Χαλκιδικής Ιωάννης Γιώργος υποστηρίζουν ότι η χθεσινή πληρωμή του πολυαναμενόμενου Μέτρου 23 οδήγησε σε «έωλους, καταχρηστικούς και άδικους αποκλεισμούς». Όπως σημειώνουν, η διοίκηση του ΟΠΕΚΕΠΕ εφάρμοσε αναδρομικά φίλτρα ελέγχου για το ιδιοκτησιακό καθεστώς, τα οποία δεν προβλέπονταν στη σχετική υπουργική απόφαση.
Σύμφωνα με τους βουλευτές, το αποτέλεσμα ήταν να μείνουν εκτός πληρωμής παραγωγοί με παραδεκτές αιτήσεις, οι οποίοι είχαν ήδη λάβει κανονικά άλλες ενισχύσεις του 2024. Από τον συνολικό προϋπολογισμό του Μέτρου 23 ύψους 178,5 εκατ. ευρώ, τελικά κατανέμεται ποσό 157,4 εκατ. ευρώ, ενώ περίπου 21 εκατ. ευρώ —δηλαδή το 12%— μένουν αδιάθετα, στερούμενα από πραγματικούς δικαιούχους.
Οι βουλευτές επισημαίνουν ότι οι νέες αυστηρότερες διοικητικές υποχρεώσεις του ΟΣΔΕ 2025, όπως η υποχρεωτική αναγραφή ΑΤΑΚ ή ΚΑΕΚ, δεν μπορούν να ισχύουν αναδρομικά για το έτος αναφοράς 2024. Υπογραμμίζουν επίσης ότι στην τρίτη τροποποίηση της πρόσκλησης αναφέρεται ξεκάθαρα πως οι διασταυρωτικοί έλεγχοι ολοκληρώνονται έως τις 30 Ιουνίου 2025, ενώ με απόφαση της Γενικής Γραμματέως Ενωσιακών Πόρων στις 30 Οκτωβρίου 2025 οι σημερινοί αποκλεισμένοι είχαν ήδη κριθεί οριστικά δικαιούχοι.
«Δεν νοείται με καταχρηστικό τρόπο και έωλα νομικά κριτήρια να αποκλείονται αυθαίρετα πραγματικοί δικαιούχοι από μια ενίσχυση αντισταθμιστικού χαρακτήρα», τονίζουν οι βουλευτές, προσθέτοντας ότι η ενίσχυση αφορά απώλειες εισοδήματος λόγω φυσικών καταστροφών του 2024.
Κλείνοντας, καλούν τη διοίκηση του ΟΠΕΚΕΠΕ και την πολιτική ηγεσία του ΥΠΑΑΤ «να προχωρήσουν στην αποδέσμευση των δικαιούχων του προγράμματος εφαρμόζοντας το νόμο και μόνο», επισημαίνοντας ότι «δεν νοείται το κράτος να αμφισβητεί τις δικές του πράξεις και να αυτοαναιρείται».












