Η Γαλλική Βουλή απέρριψε σήμερα τις προτάσεις της Αριστεράς για την επιβολή φόρου στους «υπερπλούσιους», προτιμώντας ένα ήπιο κυβερνητικό σχέδιο που στοχεύει στη φορολόγηση των περιουσιακών στοιχείων που κατέχουν οι εταιρείες συμμετοχών. Η ψηφοφορία αποκάλυψε τις έντονες πολιτικές διαιρέσεις, καθώς κεντρώοι, συντηρητικοί και ακροδεξιοί βουλευτές απέρριψαν όλες τις προτάσεις της Αριστεράς, συμπεριλαμβανομένου του φόρου 2% σε περιουσίες άνω των 100 εκατομμυρίων ευρώ που πρότεινε ο Γάλλος οικονομολόγος Γκαμπριέλ Ζικμάν. Ο ίδιος υπολόγιζε ότι το μέτρο θα μπορούσε να αποφέρει 15-20 δισεκατομμύρια ευρώ ετησίως και είναι ιδιαίτερα δημοφιλές στις δημοσκοπήσεις.
Ο πρωθυπουργός Σεμπαστιάν Λεκορνί, που δεν διαθέτει κοινοβουλευτική πλειοψηφία, χρειάζεται τη στήριξη των Σοσιαλιστών για να περάσει τον προϋπολογισμό του 2026 και να αποφύγει πιθανή πρόταση μομφής. Για να κατευνάσει την οργή τους, υποσχέθηκε ότι η κυβέρνηση δεν θα αντιταχθεί στην άρση του «παγώματος» στις συντάξεις και τις κοινωνικές παροχές, ανοίγοντας έτσι τον δρόμο για συμβιβασμούς με την αριστερά. Ο ηγέτης του Σοσιαλιστικού Κόμματος, Ολιβιέ Φορ, σχολίασε χαρακτηριστικά: «Αυτό που θέλουμε είναι να μην πληρώσουν οι Γάλλοι τον φόρο που δεν θέλουν να πληρώσουν οι δισεκατομμυριούχοι».
Ο Λεκορνί υποστήριξε ότι ο φόρος Ζικμάν θα μπορούσε να κριθεί αντισυνταγματικός από το Συνταγματικό Δικαστήριο και παρουσίασε μια εναλλακτική λύση: φόρο 2% στα περιουσιακά στοιχεία των εταιρειών συμμετοχών που δεν χρησιμοποιούνται για επιχειρηματικούς σκοπούς, ώστε να μην επηρεαστεί η οικονομία, οι θέσεις εργασίας και οι επενδύσεις. Η υπουργός Προϋπολογισμού Αμελί ντε Μονσαλέν τόνισε ότι ο στόχος είναι να επιτευχθεί φορολογική δικαιοσύνη χωρίς να «τιμωρηθεί» η οικονομία και προειδοποίησε ότι ο φόρος Ζικμάν θα μπορούσε να οδηγήσει σε έξοδο πλουσιότερων φορολογουμένων.
Η οριστική μορφή του φόρου θα καθοριστεί κατά τη συζήτηση του προϋπολογισμού στη Γερουσία τις επόμενες εβδομάδες και η Βουλή θα έχει τον τελικό λόγο. Το Συνταγματικό Δικαστήριο θα εξετάσει επίσης τη νομιμότητα του νόμου, όπως έχει κάνει στο παρελθόν με νόμους που κρίθηκαν ως κατάσχεση περιουσίας.












