Πριν από λίγο καιρό η Generali είχε ανακοινώσει την εξαγορά της Ευρωκλινικής, αποτελώντας την πρώτη ασφαλιστική εταιρεία στην Ελλάδα που προχωρά σε μια τέτοια κίνηση.
Από τότε όμως, σύμφωνα με τον ειδικό συνεργάτη της «P» δεν υπάρχει καμία νεότερη ανακοίνωση και η φημολογία είναι έντονη ότι η πορεία υλοποίησης της συμφωνίας των δύο πλευρών αντιμετωπίζει αγκάθια.
Ανεξάρτητα όμως της φημολογίας, μελετώντας τις οικονομικές καταστάσεις του 2024 για την Ευρωκλινική μπορεί κάποιος να αντιληφθεί ότι η πώληση αποτελούσε μονόδρομο. Η Ευρωκλινική εδώ και χρόνια άλλωστε αποτελεί βαρίδι για την οικογένεια Πλακόπηττα, που αρχικά την είχε αποκτήσει μέσω fund που διαχειριζόταν και στη συνέχεια από εταιρεία συμφερόντων της, αφού υπήρξε πλήρης αποτυχία εκπλήρωσης των στόχων που είχαν τεθεί με την αρχική κίνηση εξαγοράς.
Η Ευρωκλινική, σύμφωνα με τα επίσημα δημοσιευμένα αποτελέσματα, το 2024 είχε αύξηση εσόδων μετά την αφαίρεση του rebate και του clawback στα 63,6 εκατ. ευρώ από 59,26 εκατ. ευρώ. Τα μεικτά κέρδη ανήλθαν σε 11,43 εκατ. ευρώ από 10,34 εκατ. ευρώ.
Ωστόσο, το καθαρό ενοποιημένο αποτελέσματα ήταν ζημίες 500.000 ευρώ από 180 ευρώ, ενώ σε επίπεδο μητρικής οι ζημίες αυξήθηκαν στο 1,3 εκατ. ευρώ από 1,01 εκατ. ευρώ το 2023.
Τα δεδομένα
Όμως, το τι συμβαίνει με την εταιρεία απεικονίζεται σε δύο δεδομένα. Πρώτον, υπήρξε δανεισμός προς τον βασικό μέτοχο ύψους 60.000 ευρώ, ενώ συνολικά οι απαιτήσεις από τον μέτοχο ανέρχονται σε 167.000 ευρώ. Δεύτερον, ο όμιλος έχει έλλειμμα στο κεφάλαιο κίνησης, καθώς το κυκλοφορούν ενεργητικό του ανέρχεται σε 25,9 εκατ. ευρώ, ενώ οι βραχυπρόθεσμες υποχρεώσεις διαμορφώνονται σε 38,1 εκατ. ευρώ. Ουσιαστικά δηλαδή υπάρχει «τρύπα» στο κεφάλαιο κίνησης ύψους 10 εκατ. ευρώ και το εντυπωσιακό είναι ότι η ορκωτή λογίστρια Πελαγία Καζά της Grant Thornton κάνει ότι δεν καταλαβαίνει τίποτα. Το ζήτημα που προκύπτει ουσιαστικά είναι ότι υπάρχουν ερωτήματα αν και κατά πόσο η Ευρωκλινική μπορεί να συνεχίσει τη λειτουργία της με τα οικονομικά δεδομένα που έχει και χωρίς οι μέτοχοι να βάλουν το χέρι στην τσέπη, που δεν το βάζουν αλλά αντίθετα δανείζονται κιόλας.
Μονόδρομος
Ουσιαστικά δηλαδή η πώληση δείχνει να είναι μονόδρομος για μια εταιρεία η οποία στην κυριολεξία δουλεύει στα… κόκκινα. Ένα άλλο παράδοξο που μπορεί κάποιος να παρατηρήσει στις οικονομικές καταστάσεις είναι ότι, παρά τις ζημίες της χρήσης, έχουν αυξηθεί τα ίδια κεφάλαια. Συγκεκριμένα, στο τέλος του 2024 τα ίδια κεφάλαια αυξάνονται στα 10,4 από 6,2 εκατ. ευρώ. Αναζητώντας πώς έγινε το θαύμα που αν δεν είχε γίνει, τα κεφάλαια θα ήταν γύρω στα 4 εκατ. ευρώ, διαπιστώνει κάποιος ότι περί τα 6 εκατ. ευρώ αύξηση ιδίων κεφαλαίων προήλθε από αναπροσαρμογή της αξίας ακινήτων της εταιρείας. Δηλαδή, ξαφνικά έγινε επιμέτρηση της αξίας και βρέθηκε ότι το ακίνητο είχε υπεραξία 6,09 εκατ. ευρώ.
Ένα άλλο στοιχείο που κρατά χρόνια και προκαλεί εύλογα ερωτήματα είναι τα άυλα στοιχεία που ανέρχονται σε περίπου 8 εκατ. ευρώ αναπόσβεστη αξία. Τι είναι όμως αυτά τα άυλα; Πόσο αξίζει το σήμα της εταιρείας και ποιος είναι εκείνος που το καθορίζει. Αυτό είναι ένα μείζον ερώτημα που μπορεί να αλλάξει άρδην τα δεδομένα αποτίμησης και την οικονομική της εικόνα. Το ερώτημα που τίθεται είναι αν όλα αυτά έχουν συνδράμει ώστε να υπάρχει καθυστέρηση στην υλοποίηση μια εξαγοράς που, σημειωτέον, ουδείς γνωρίζει αν υπάρχει τίμημα, δεδομένης της οικονομικής κατάστασης.












