Το οικονομικό επιτελείο βάζει στο τραπέζι ένα σχέδιο φορολογικών ελαφρύνσεων για τις επιχειρήσεις με ορίζοντα έως το 2027, με στόχο να δώσει «ανάσα» ρευστότητας και αναπτυξιακή ώθηση στο επιχειρείν , μετά την ολοκλήρωση των παρεμβάσεων στήριξης των νοικοκυριών.

Στο επίκεντρο των συζητήσεων βρίσκονται τα μέτρα που μπορούν άμεσα να βελτιώσουν τη λειτουργική ικανότητα των μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων, χωρίς να διαταράξουν τη δημοσιονομική ισορροπία: μείωση της προκαταβολής φόρου, σταδιακή κατάργηση του τέλους επιτηδεύματος, αναπροσαρμογή του ακατάσχετου επαγγελματικού λογαριασμού και νέα ρύθμιση για τη φορολόγηση των ενδοομιλικών συναλλαγών.
Η μείωση της προκαταβολής φόρου αποτελεί κεντρική πρόταση για την ενίσχυση της ρευστότητας. Σήμερα, η προκαταβολή μπορεί να φθάνει σε υψηλά ποσοστά επί του φορολογητέου εισοδήματος, επιβαρύνοντας σημαντικά την ταμειακή ροή επιχειρήσεων με εποχική ή ασταθή κερδοφορία. Η στόχευση είναι μείωση του ποσοστού για το αμέσως επόμενο έτος, με προοπτική μεταβατικών ρυθμίσεων για την περίοδο έως το 2027. Το επιχείρημα των κυβερνητικών κύκλων είναι ότι η χαλάρωση της υποχρέωσης προκαταβολής θα απελευθερώσει κεφάλαια για επενδύσεις, μισθοδοσία και αποπληρωμή οφειλών, γεγονός που μεσοπρόθεσμα μπορεί να ενισχύσει τα δημόσια έσοδα μέσω αυξημένης οικονομικής δραστηριότητας.
Ιδιαίτερη έμφαση δίνεται και στην κατάργηση του τέλους επιτηδεύματος, ένα ζήτημα που η αγορά αναφέρει συστηματικά ως «βαρίδι» για μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις. Το τέλος, επιβαλλόμενο ετησίως ανεξάρτητα από τη φοροδοτική ικανότητα ή την κερδοφορία, θεωρείται αναποτελεσματικό και ισοπεδωτικό, ιδίως για επιχειρήσεις με περιορισμένα κέρδη. Η σκέψη που επεξεργάζεται το οικονομικό επιτελείο προβλέπει σταδιακή κατάργηση, συνοδευόμενη από μέτρα αντιστάθμισης που θα στηρίζουν τη δημοσιονομική ισορροπία, όπως η διεύρυνση της φορολογικής βάσης και η ενίσχυση της συμμόρφωσης μέσω ψηφιακών εργαλείων. Οι υποστηρικτές της πρότασης υπογραμμίζουν ότι η κατάργηση θα μειώσει το σταθερό κόστος λειτουργίας και θα βελτιώσει την ανταγωνιστικότητα, ενθαρρύνοντας νέες επενδύσεις.
Στο ίδιο πακέτο περιλαμβάνεται και η αναπροσαρμογή του ακατάσχετου επαγγελματικού λογαριασμού — μία πρόταση που στοχεύει στην προστασία της λειτουργικής ρευστότητας των επιχειρήσεων και των ελευθέρων επαγγελματιών. Η αύξηση του ανώτατου ορίου ακατάσχετων κεφαλαίων στον επαγγελματικό λογαριασμό θα επιτρέψει στις επιχειρήσεις να διαχειρίζονται καλύτερα τις βραχυπρόθεσμες ανάγκες τους, να καλύπτουν μισθοδοσίες και τρέχουσες δαπάνες και να αποφεύγουν αχρείαστες κατασχέσεις που οδηγούν σε αλυσιδωτές αρνητικές συνέπειες. Κοινοί παράγοντες των προτάσεων είναι η στοχοθετημένη εφαρμογή — με κριτήρια μεγέθους, δραστηριότητας και ρευστότητας — και οι εγγυήσεις ότι η ρύθμιση δεν θα ευνοήσει καταχρηστικές συμπεριφορές.
Αναφορικά με τα μεγάλα επιχειρηματικά σχήματα, το οικονομικό επιτελείο προωθεί την καθιέρωση ενός νέου, δικαιότερου και ευθυγραμμισμένου με τα διεθνή πρότυπα συστήματος φορολόγησης των ενδοομιλικών συναλλαγών. Η φορολόγηση των συναλλαγών μεταξύ θυγατρικών και μητρικής εταιρείας αποτελεί κρίσιμο στοιχείο για την αποφυγή μεταφοράς κερδών και φοροαποφυγής. Στο πλαίσιο αυτό ανατίθεται σε εξωτερική ιδιωτική εταιρεία μελέτη χαρτογράφησης των συστημάτων φορολόγησης μεγάλων ομίλων στην Ευρώπη και διεθνώς, ανάλυση των μηχανισμών τιμολόγησης ενδοομιλικών συναλλαγών και διατύπωση προτάσεων προσαρμοσμένων στην ελληνική πραγματικότητα. Στόχος είναι η δημιουργία ενός πλαισίου συμβατού με τις βέλτιστες πρακτικές της ΕΕ και του ΟΟΣΑ, που θα διασφαλίζει προβλεψιμότητα, διαφάνεια και θα περιορίζει τις «γκρίζες ζώνες» στη φορολογική μεταχείριση των συνδεδεμένων επιχειρήσεων.
Αρμόδιες πηγές επισημαίνουν ότι οι ενδοομιλικές ρυθμίσεις δεν αφορούν αποκλειστικά τους μεγάλους ομίλους: τέτοια ζητήματα εμφανίζονται και σε μικρότερες επιχειρήσεις που έχουν κοινό μέτοχο, κοινή διοίκηση ή άλλους δεσμούς. Το νέο πλαίσιο θα επιτρέψει την εναρμόνιση με διεθνή πρότυπα, αλλά και την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας της χώρας ως επενδυτικού προορισμού.
Συνολικά, το πακέτο μέτρων που συζητείται επιχειρεί να συνδυάσει άμεσες παρεμβάσεις ρευστότητας με δομικές αλλαγές στη φορολογική πολιτική. Η επιτυχία του σχεδίου θα εξαρτηθεί από το βαθμό στον οποίο οι προτεινόμενες ρυθμίσεις θα εξισορροπήσουν την ανάγκη για τόνωση της επιχειρηματικότητας με την προστασία των δημόσιων εσόδων — και από την ικανότητα εφαρμογής, εποπτείας και στόχευσης των μέτρων μέσα στο αβέβαιο δημοσιονομικό περιβάλλον των επόμενων ετών.












