Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι με τη λήξη των θερινών διακοπών και την επιστροφή στην πολιτική ζωή της καθημερινότητας η αντιπολίτευση θα επανέλθει…δριμύτερη στην τοξικότητά της.
Με σημαία τον ΟΠΕΚΕΠΕ και άλλα «σκάνδαλα», θα σημάνει την τελική έφοδο με στόχο την «ανατροπή Μητσοτάκη». Βέβαια, κάθε φορά που ξεσπάει ένα σκάνδαλο στην πολιτική μας ζωή, μικρό ή μεγαλύτερο, αποδεδειγμένο, υπό διερεύνηση ή και απλά υποθετικό, διαχέεται η αίσθηση ότι «να, τώρα η κυβέρνηση θα πέσει». Η κυβέρνηση όμως όχι μόνο δεν πέφτει, αλλά, παρότι εμφανίζει δημοσκοπική κόπωση, παραμένει μακράν μπροστά, ενώ κανείς άλλος δεν φαίνεται να κερδίζει όσα η ίδια χάνει, παρά μόνο πρόσκαιρα. Με λίγα λόγια, κανείς δεν φαίνεται ικανός να κεφαλαιοποιήσει πάνω σε αυτά τα φαινόμενα διαφθοράς ή εκτροπής και να την απειλήσει.
Κι όμως, όσο αυτό γίνεται όλο και πιο φανερό, η αντιπολίτευση, σχεδόν στο σύνολό της, επενδύει όλο και περισσότερο στην καταγγελτικότητα. Είναι σαν κάποιον που κάθεται κάτω από ένα δέντρο και περιμένει στωικά να πέσει ο καρπός, κουνώντας του το δάχτυλο· όμως αυτός, αν και ώριμος, παραμένει πεισματικά στη θέση του. Ενώ, φαινομενικά, αυτό είναι παράδοξο, δεν θα έπρεπε να μας εκπλήσσει. Η τελευταία φορά που έπεσε κυβέρνηση στην Ελλάδα άμεσα λόγω κάποιου σκανδάλου, ήταν το 1989, με την υπόθεση Κοσκωτά, η οποία βάρυνε την κυβέρνηση του Ανδρέα Παπανδρέου. Τα σκάνδαλα στην ελληνική (και την παγκόσμια) πολιτική ζωή δεν είναι βέβαια ούτε καινούργιο, ούτε σπάνιο φαινόμενο. Η σημερινή κυβέρνηση έχει το μερίδιό της σε αυτά και βαρύνεται, σε ποικίλους βαθμούς. Κι όμως, όσο κι αν συσσωρεύονται οι αποκαλύψεις, η κοινή γνώμη είναι απρόθυμη να μετατοπίσει την εκλογική της προτίμηση, όπως τουλάχιστον έχουν δείξει όλες οι δημοσκοπήσεις. Γιατί συμβαίνει αυτό; Έχουμε περιέλθει σε μια κατάσταση «συλλογικής ανοχής»; Ναι, αλλά όχι μόνο. Η πραγματικότητα, όπως συνήθως, είναι πιο σύνθετη. Η καταγγελία, όσο τεκμηριωμένη κι αν είναι, δεν αρκεί από μόνη της.
Όταν η αντιπολίτευση περιορίζεται στη διαρκή ηθική απαξίωση του αντιπάλου, χωρίς όμως να καταθέτει παράλληλα μια πειστική και εφαρμόσιμη εναλλακτική πρόταση διακυβέρνησης, αποτυγχάνει στο βασικό: Να εμπνεύσει εμπιστοσύνη και να εκπροσωπήσει την ελπίδα για «αλλαγή». Εξάλλου η εμπειρία του 2015, με την πολιτική αναταραχή και την επακόλουθη διάψευση των προσδοκιών, έχει χαραχτεί βαθιά στη συλλογική μνήμη. Και τα «σκάνδαλα», όσο σοβαρά κι αν είναι, δεν αρκούν για να αλλάξουν μια εξουσία, αν δεν προκύψει κάτι πειστικό που να την αντικαταστήσει.
του Φώτη Σιούμπουρα